Μια ιστορία
λέει ότι σε ένα μέρος στον Καπυρό, τις τελευταίες μέρες του Ιούλη και τις
πρώτες του Αυγούστου όταν υπάρχει άπνοια και αυξημένη υγρασία στην ατμόσφαιρα,
σκιές με μορφή ανθρώπων εμφανίζονται με την ανατολή του ήλιου να προχωρούν και
να χάνονται στη θάλασσα.
Ο «Καπυρός»
είναι ένας τόπος που περιβάλλεται στα βορειανατολικά από ψηλούς πέτρινους
γκρεμούς, λίγο ψηλότερα από τη θάλασσα της Χλώρακας. Κατά το γέρμα του ήλιου
που οι αχτίνες του χτυπούν τη περιοχή, οι θερμοκρασίες που παράγονται είναι πολύ
μεγάλες και ο τόπος ζεστός όπως να αναμμένη πυρά, εξ ου και η ονομασία Καπυρός.
Μέσα σε όλη τη ξεραΐλα υπάρχει μια σταλιά γης καταπράσινη, όπου από ένα λαγούμι
με τρεξιμιό νερό, ποτίζονται τα ψηλά δένδρα που βλαστούν εκεί.
Τα χρόνια
της Οθωμανοκρατίας οι Τούρκοι καταπίεζαν και εκμεταλλεύονταν άγρια τους
κατοίκους σε σημείο που οι περισσότεροι Έλληνες μετατράπηκαν δουλοπάροικοι
τους. Η φτώχεια ήταν μεγάλη, και πολλοί που είχαν όμορφες γυναίκες έκαναν πως
δεν καταλάβαιναν όταν οι Τούρκοι τις καλούσαν για δουλειά. Πολλές επίσης
γυναίκες δεν αρνούνταν κάποιες επισκέψεις Τούρκων στα σπίτια τους. Όλα
συνέβαιναν με σιωπή ανοχής και οι άνδρες χωρίς τιμή, χωρίς να ψηλώνουν το
κεφάλι, έμεναν σιωπηλοί.
Ήταν και δυο
αδερφές με ένα μικρό εδερφό που κατοικούσαν σε μια μικρή κάμαρη, και δυο άτιμοι
Τούρκοι τις επισκέπτονταν φανερά και τις ατίμαζαν όποτε γούσταραν εκθέτοντας
τες σ όλη την κοινωνία. Ο αδερφός καθώς ήταν μικρός δεν μπορούσε να αντιδράσει,
και κανείς δεν τον βοηθούσε να προστατέψει τις αδερφές του. Ήτα ένα ευαίσθητο
παιδί που δεν μπορούσε να αντέξει τόση προσβολή, το άχτι τον έτρωγε, δεν
μπορούσε άλλο το ρεζίλεμα, χτίκιασε, έτσι μια κακιά μέρα πήγε στον Καπυρό και
κρεμάστηκε σ ένα δένδρο.
Τα κακά νέα
ταξίδεψαν γρήγορα, πήγαν μακριά, άκουσε τα μαντάτα ο Κωνσταντάς που ζούσε
μακριά στα ξένα και ήταν θείος του μικρού παιδιού, ήταν αδερφός της μάνας του.
Ήταν ένας παλικαράς ανίκητος χωρίς φόβο στην καρδιά, ένας ανδρειωμένος που δεν
είχε άλλον σαν κι αυτόν. Σαν έμαθε τι εγίνηκε, πολύ θυμώθηκε, και καβαλίκεψε το
άλογο του να πάει να τιμωρήσει τους αίτιους του κακού, καθώς έτσι άρμοζε να
κάμει.
Ξεκίνησε
λοιπόν, μα τα μαντάτα τον προσπέρασαν και τα νέα γρήγορα έφτασαν στο μικρό
χωριό. οι κάτοικοι ένιωσαν μια χαρά να τους κατακλύζει. Επιτέλους, ένας Έλληνας
παλικαράς, ένας ανδρειωμένος πολεμιστής που δεν φοβόταν τους πολλούς εχθρούς,
κατέφθανε αποφασισμένος να δώσει ένα μάθημα, να σκοτώσει τους άτιμους Τούρκους
που χωρίς αιδώ πρόσβαλαν μια ολόκληρη κοινότητα εξαναγκάζοντας τους Έλληνες
κατοίκους, ανήμπορους να παρακολουθούν επί μακρόν την ατιμία που διέπρατταν επί
των ανήμπορων κορασίδων, με αποτέλεσμα να οδηγήσουν τον μικρόν αδερφό τους να
πάει να σκοτωθεί.
Την
επικείμενη άφιξη του παλικαρά, έμαθαν και τα Τουρκιά, που πολύ φοβήθηκαν, και
μαυρες σκεψεις τους εζωσαν. Ειχαν ακουστα την ανδρεα του Κωσταντά, είχαν
ακούσει πως τα έβαλε με ολόκληρο στρατό και δεν νικήθηκε, είχαν ακούσει πως
χριριζόταν τα άεματα με δεξιοτεχνία, και πως όσες μαχες εδωσε, βγηκε πάντα ο
νικητής. Όμως σαν δειλοι, δεν σκεφτηκαν να τον αντιμετοπισουν παληκαρλισια,
παρα κατεστρωσαν εν σχεδιο, να τον σκοτώσουν δόλια χωρις να εκτεθουν στον
κινδυνο μιας μαχης.
Σκέφτηκαν
πως έπρεπε να του στήσουν ενεδρα και να τον φανε μπαμπεσικα, γιατι αλλως δεν θα
μπορουσαν να τον νικησουν.
Πήγαν και
κρύφτηκαν σε τόπο που θα περνούσε ο Κωσταντάς, και μπαμ, τον πυροβόλησαν
ταυτόχρονα, και με δυο σφαίρες το παλληκάρι έπεσε νεκρός. Και ύστερα με περισσό
θράσος τον έσυραν στο χωριό και τον πέταξαν κάτω από το δέντρο που σκοτώθηκε το
νεαρόν παιδίν, είπαν και διέταξαν να μην τον θάψει κανένας, να τον
αφήσουν να τον φάνε οι σκύλοι και τα άγρια θηρία.
Έτσι λοιπόν
άδοξα τέλειωσε η ιστορία του Κωνσταντή με τέλος τραγικό που δεν άρμοζε για τη
μεγάλη του φήμη, και χειρότερα απ όλα τον άφησαν άταφο όπως ένα σκύλο, όπως ένα
ψοφίμι. Έμεινε άταφος για πολλές μέρες, ώσπου ο Αρχάγγελος Μιχαήλ δεν άντεξε το
άδικο, φύσηξε δυνατό άνεμο κι έφερε την άμμο από την παραλία και τον σκέπασε.
Πολλές φορές
στα μέσα του καλοκαιριού, μες το χάραμα του φού και στην ανατολή του ήλιου,
πολλοί ισχυρίζονται ότι έχουν δει σκιές να περιφέρονται, κάποιοι λένε ότι
πρόκειται για αντικατοπτρισμό που οφείλεται στη διάθλαση των ηλιακών ακτίνων
ανάμεσα των φυλλωμάτων και της νοτιάς. Πολλοί που τις παρατήρησαν είπαν ότι
είναι ξωτικά, ενώ κάποιοι λένε πως είναι οι ψυχές του μικρού αδερφού και του
παλικαρά του Κωσταντά που δεν βρίσκουν αναπαμό και περιφέρονται στον καταραμένο
τόπο γυρεύοντας εκδίκηση.