Ο Οθωνής της
Ελεγγούς είχε γυρισμένα τα ποϊνάρκα του παντελονιού ως τα γόνατα και με τα
πόδια ξυπόλυτα πατημένα μέσα στις λάσπες και κρατώντας σφικτά τη τσάπα, γύριζε
τις δισιές. Το νερό κυλούσε στα αυλάκια και πότιζε τα κατεβατά με τα κόκκινα
παντζάρια που βλάσταιναν σπαρμένα στο μεγάλο χωράφι. Στο κεφάλι φορούσε ένα
παλιό ψάθινο καπέλο που του έκοβε τον ήλιο και τον προστάτευε από τις κοφτερές
αχτίνες, ενώ στο λαιμό είχε δεμένο ένα μαντήλι που κάθε λίγο το βουτούσε και το
έβρεχε για να τον δροσίζει.
Η κάψα του
καλοκαιριού έσμιγε με το νοτιά της αλμύρας που έβγαινε από τη θάλασσα
δημιουργώντας μια αφόρητη υγρασία που θόλωνε την ατμόσφαιρα και δημιουργούσε
ένα αραιό πούσι.
Ετυχώς,
σκέφτηκε, ο ήλιος που έγερνε να δύσει κάνοντας τη θάλασσα να λαμπιρίζει και να
γυαλίζει, θα επαιρνε μαζι του όλη την αφόρητη κάψα εκείνης της μέρας, αφήνοντας
τόπο στη νυχτερινή δροσιά να την αντικαταστήσει…
Τέλειωσε το
πότισμα και ξέζεψε το γαϊδούρι από το αλακάτι. Του έβαλε την μουτταρκά και το
σειήνιασε στον όχτο του χωραφιού με τον κιτρινισμένο φαρρά από κουτσούλλες
κριθαριού. Αποφάσισε να αφήσει το ζώο να βοσκήσει, και αυτός θα επέστρεφε στο
χωριό περπατητός. Τέτοιες ώρες τις απολάμβανε και τις ευχαριστιόταν, όταν
έγερνε ο ήλιος να δύσει και αυτός έπαιρνε το δρόμο του γυρισμού.
Εκείνη τη
μέρα λοξοδρόμησε, πήρε το παραλιακό μονοπάτι που οδηγούσε στο Κοτσιά, ένα κόλπο
που εκεί ξέβραζε η θάλασσα μεγάλες σανίδες ή βαρέλια, και ότι άλλο πετούσαν στη
θάλασσα τα πλοία που περνούσαν. Το συνήθιζε αυτό το δρομολόγιο, γιατί μετά από
κάθε τρικύμία, τα κύματα ξέβραζαν λαττάδες (μεγάλες σανίδες) που ήταν πολύ
χρήσιμες εκείνους τους δύσκολους φτωχικούς καιρούς.
Δεν βρήκε
τίποτα, και πριν ο ήλιος τελείως γύρει, βιαστικά ξεκίνησε για το χωριό, πριν
τον προλάβει το σκοτάδι.
Διασχίζοντας
τα σπαρμένα χωράφια, έβαλε σημάδι να βγεί στους Κλούνους, μια καταπράσινη
κοιλάδα από άγρια βλάστηση που απλώνόταν κάτω από ένα ψηλό γκρεμμό, και όπου
λίγο πιο πέρα ήταν το σπίτι του. Ήταν στο έμπα του χωριού, και στα σύνορα με το
Τούρκικο χωριό της Λέμπας, δίπλα στο μικρό εκκλησάκι της Αγιάς Μαρίνας.
Τα θάμνα και
τα βάτα βλάσταιναν τόσο πυκνά, που άνθρωπος δεν μπορούσε να περάσει ανάμεσα
τους. Ήταν μια περιοχή περίσσιας ομορφιάς γεμάτη από φυσική άγρια βλάστηση,
αλλά γεμάτη φίδια και αλεπούδες.
Όταν κόντεψε
εκεί, ο Οθωνής είδε ένα μεγάλο φώς να βγαίνει μέσα από την πυκνή βλάστηση, και
να φέγγει περισσότερο την ημέρα που σκοτείνιαζε καθώς ο ήλιος έγερνε να δύσει.
Γεμάτος περιέργεια προχώρησε και άνοιξε δρόμο με το ραβδί του ανάμεσα στα πυκνά
βάτα. Με πολλή δυσκολία κατάφερε να πάει κοντά, και έκπληκτος είδε το
εκτυφλωτικό φως να βγαίνει από το στόμιο μιας σπηλιάς. Μπήκε μέσα, και είδε πως
το φως ήταν η αντανάκλαση του ήλιου που δύοντας έριχνε τις ακτίνες του σε ένα
μεγάλο σωρό από χρυσάφι.
Μονομιάς
κατάλαβε. Ήταν η χρυσή σπηλιά της Αγιάς Μαρίνας. Ήταν τα αμύθητα πλούτη για τα
οποία έλεγαν οι τοπικοί θρύλοι. Το ξάφνιασμα του ήταν μεγάλο, και εμβρόντητος
κοίταζε χωρίς να είναι σίγουρος αν όσα έβλεπε ήταν πραγματικά, ή αν ήταν της
φαντασίας του που κάλπαζε επηρεασμένη από όσα είχε ακούσει για τη χρυσή σπηλιά.
Όμως, ήταν
αλήθεια, και αυτό το κατάλαβε όταν δυστηχώς πλέον ήταν αργά. Ένιωσε μια ζαλάδα,
και το νου του να γυρίζει. Το στομάχι του ανακατώθηκε, και τα μέλη του κορμιού
του άρχισαν να παραλύουν.
Με φόβο
κατάλαβε πως τον έζωνε μια θανατερή αύρα, που ήταν διάχυτη μέσα στη σπηλιά.
Ένιωσε να αναριγά και να αρρωσταίνει, και να πεθαίνει. Είχε αναπνεύσει τον
πεθαμένο αέρα, τώρα, θα πέθαινε κι αυτός, καθώς ο θρύλος έλεγε για την κατάρα
του σπηλαίου της Αγιάς Μαρίνας.
Με δυσκολία
έσυρε τα βήματα του και βγήκε έξω στον καθαρό αέρα. Με περισσότερη δυσκολία
καθώς όσο περνούσε η ώρα και περισσότερο το κορμί του δηλητηριαζόταν, κατάφερε
σιγά-σιγά να φτάσει στο σπίτι του.
Έπεσε στο
κρεβάτι χλωμός και πολύ άρρωστος. Το δέρμα του έσπασε και άνοιξε. Έγινε όλο του
το κορμί μια ανοιχτή κίτρινη πληγή. Η γυναίκα του η Ελεγγού και οι συγγενείς
του έφεραν τον μοναδικό γιατρό της περιοχής τον Χρίστο Κουφό, αλλά τίποτα δεν
μπόρεσε να κάμει. Αφού τον εξέτασε καλά, αποφάνθηκε πως γρήγορα θα πέθαινε,
γιατί στο κορμί του μέσα δεν είχε απομείνει καθόλου αίμα.
Άντεξε μόνο
τρεις ημέρες. Το κορμί του κιτρίνισε, το δέρμα του έλιωσε, και πέθανε μέσα σε
ένα παραμιλητό που κανείς δεν μπόρεσε να καταλάβει τι έλεγε, έτσι κανείς δεν
έμαθε πως βρήκε τη χρυσή σπηλιά, όμως ολονών ο νους, αυτό ακριβώς κατάλαβε.