ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΟΙ ΚΛΟΥΝΟΙ

Οι άνθρωποι που ζουν σε ένα τόπο, θα ήθελαν να γνωρίσουν τι έκαναν οι προηγούμενοι τους, τη ζωή, τις προλήψεις, τα πιστεύω , την καταγωγή και τα γεννοφάσκια τους. Η στετέ μου που δεν ζει πλέον, μου είπε μια φορά πως, κάποιοι κάτοικοι της Χλώρακας έχουν ρίζες καταγωγής όμορφες νεράιδες οι οποίες μια φορά εζούσαν σε μια όμορφη καταπράσινη λαγκαδιά εκεί στην τέλειωση του χωριού.    
Ήταν ένας όμορφος τόπος με αστείρευτο νερό που ανέβλυζε από τη γη και σχημάτιζε ρυάκια που διασχίζοντας την πυκνή βλάστηση, ενώνονταν και σχημάτιζαν ένα μεγάλο ποταμό που κατέληγε στη θάλασσα του Κοτσιά.
Είχε πολλή άγρια βλάστηση, πανύψηλα δένδρα τα οποία θέλοντας το ένα να προσπεράσει το άλλο σε ύψος, σχημάτιζαν σκάλες μέχρι τον ουρανό. Όλη η Κυπριακή χλωρίδα ήταν βλαστημένη, και τα άγρια λουλούδια χρωμάτιζαν το τοπίο κάνοντας το να μοιάζει παράδεισος, πανέμορφο τοπίο όπου εκεί θα ήθελαν να ζουν όμορφες νεράιδες. Η άγρια βλάστηση και τα τσουχτερά βάτα σχημάτιζαν αδιαπέραστο τοίχος που κανείς άνθρωπος δεν μπορούσε να διαβεί. Τοιουτοτρόπως μόνο άγρια ζώα και ξωτικά θα μπορούσαν να ζήσουν. Τα βάτα κατάφορτα μούρα κόκκινα και μαύρα, ήταν πρόκληση για τις νεράιδες, καθώς ήταν εύκολη τροφή γι’ αυτές.

Οι νεράιδες υπάρχουν στην πραγματικότητα για όποιον πραγματικά πιστεύει στην ύπαρξη τους. Και όποιος πραγματικά πιστεύει, μπορεί να τις δει να πετούν στον ουρανό όταν έχει πανσέληνο, ακόμα μπορεί να τις δει να χορεύουν μέσα σε λίμνες αν έχει την υπομονή να τις παραμονεύσει όταν βγαίνουν τα μεσάνυχτα τις καλοκαιρινές νύχτες και στήνουν χορό.
Οι νεράιδες έχουν πολλές μορφές και μεταμορφώνονται άλλοτε σε ζώα, άλλοτε σε πουλιά, αλλά κυρίως αρέσκονται να παίρνουν ανθρώπινη μορφή. Συνήθως κατοικούν σε λιβάδια, σε ρυάκια και σε λίμνες.
Έχουν πατρίδα μια χώρα που κανείς δεν γνωρίζει, αλλά όταν βγαίνει το φεγγάρι ολόγιομο, ντύνονται τα φτερά τους και το ακολουθούν. Από ψηλά κοιτάζουν τη γη, και όπου αντικρύσουν ρυάκια και λίμνες, παίρνουν βουτιά και λούζονται στα κρύα νερά. Ένας όμορφος τόπος που αγαπούσαν οι Νεράιδες μου έλεγε η στετέ μου η Δεσποινού, ήταν οι Κλούνοι.
Οι Κλούνοι ήταν ένα απότομο φαράγγι που η φύση το κατασκεύασε με μοναδική ομορφιά. Ένα μικρό καταπράσινο κομμάτι γης  τοποθετημένο στα ριζά των αβαθή γκρεμμών στις παρυφές του χωριού. Αποτελείτο από  άγρια βλάστηση με καλαμιώνες, βάτα, σχοίνα και μυρσίνια. Είχε θεόρατους δρύες και βελανιδιές που ξεπρόβαλλαν πάνω από το βαθύ πράσινο. Είχε αδιαπέραστη βλάστηση που μέσα είχαν τις φωλαιές των αμέτρητες αλεπούδες, είχε βλαστημένη όλη την Μεσογειακή χλωρίδα.
Ήταν ένα τοπίο κατασκευασμένο από το χέρι του Θεού με αδιαπέραστη βλάστηση και με τα άγρια βάτα πυκνά και επικίνδυνα, ώστε ουδέποτε κινδύνευσε από τη βόσκηση, ούτε ανθρώπου χέρι για εκατοντάδες χρόνια μπόρεσε να επέμβει.
Το νερό ανέβλυζε μέσα από τη γη και σχημάτιζε μικρά ρυάκια που έρεαν ανάμεσα στους καλαμιώνες ασταμάτητα ολημερίς και βράδυ όλους τους χειμώνες κι όλα τα καλοκαίρια ποτίζοντας τη χλωρίδα που βλάσταινε μοναδική και ποικιλόμορφη.
Ήταν  ένας πράσινος τόπος με απαράμιλλο κάλλος, ένας τόπος άγριας πανίδας και χλωρίδας.

Η στετέ μου η Δεσποινού ήταν μια καλωσυνάτη γυναίκα που ήξερε πολλά παραμύθια και ιστορίες, αλλά και λαϊκά τραγούδια που μιλούσαν για Ρηγάδες και Ακρίτες. Πολλές φορές όταν ήμουν μικρός, την παρακαλούσα να μου τραγουδήσει τραγούδια και να μου εξιστορήσει παραμύθια. Μου είπε πολλά, άλλα τα έχω καταγράψει, και άλλα έχω σκοπό και αυτά να γράψω. Στα πολλά που μου είπε, μου ιστόρησε και την ιστορία για τις Νεράιδες που ζούσαν εκεί, δίπλα μας, σε έναν καταπράσινο τόπο, στην τέλειωση της Χλώρακας. Ήταν οι Κλούνοι το ομορφότερο μέρος του χωριού, το καμάρι όλης της γύρω περιοχής που άλλο σαν κι’αυτό, δεν είχε. Υπήρξε και διατηρήθηκε αμέτρητους αιώνες και ειπώθηκαν για τον τόπο ιστορίες και θρύλοι για Κουρσάρους και πειρατές, για τη Θεά Αφροδίτη, για την Αγιά Μαρίνα και για σπηλιές γεμάτες χρυσάφι μέσα στα έγκατα της γής. Γλύτωσε από πολλές καταστροφές, από πλημμύρες, σεισμούς καταποντισμούς, ακόμα και από μεγάλο σεισμό και τσουνάμι που ακολούθησε, και η θάλασσα σκέπασε το μέρος, αλλά παρ όλα αυτά, ξαναβλάστησε και το πράσινο σκέπασε ξανά τη γη, δημιουργώντας μια όμορφη όαση μέσα στον ξερό κάμπο.
Αυτό το όμορφο μέρος λοιπόν, διάλεγαν οι Νεράιδες κάθε που ακολουθούσαν το φεγγάρι στον ουρανό, και βουτούσαν από ψηλά μέσε στα ρυάκια και στις λιμνούλες όπου χαριεντίζονταν για μέρες πολλές παίζοντας, χορεύοντας και τραγουδώντας.

Οι νεράιδες ήταν πολύ όμορφες κοπέλες, αλλά ήσαν ανέραστες και δεν γνώριζαν τον έρωτα σε όλη τους τη ζωή καθώς έτσι τις έφτιαξε η φύση. Όμως μια από αυτές σε μια επίσκεψη της στους Κλούνους, μια φορά είδε ένα νεαρό όμορφο παλληκάρι από τη Χλώρακα και το ερωτεύτηκε παράφορα. Καθώς δεν ήταν δυνατό να συνευρεθεί μαζί του, για να το επιτύχει σκαρφίστηκε δόλο για να ξεγελάσει τη φύση.  

Για να γίνει συνεύρεση νεράιδας με άνθρωπο κοινό, πρέπει αυτή να χάσει τη νεραϊδική της οντότητα, να γίνει θνητή. Κάποιοι που ξέρουν, λένε πως η νεραϊδική οντότητα χάνεται μόνο όταν θνητός καταφέρει να κλέψει το μαντήλι ή το φόρεμα νεράιδας, πράγμα πολύ δύσκολο όμως, καθώς είναι πλάσματα με αρχέγονη εξυπνάδα που κανείς δεν μπορεί να τις ξεγελάσει.
Η καλή νεράιδα όμως, ήταν πολύ ερωτευμένη και έτσι έβγαλε το φόρεμα της και βούτηξε στη λίμνη, διευκολύνοντας έτσι το παλληκάρι να της το κλέψει. Έγινε τοιουτοτρόπως θνητή, και κατά τον φυσικό νόμο άνηκε πλέον στο παλληκάρι.
Την πήρε το παλληκάρι, την παντρεύτηκε, και έκαναν πολλά παιδιά των οποίων οι απόγονοι παντρεύτηκαν και αυτοί, ώστε τοιουτοτρόπως σήμερα ζουν στη Χλώρακα πολλοί με καταγωγή και γεννοφάσκια νεράιδων.

Στους Κλούνους λοιπόν, την εύμορφη καταπράσινη λαγκαδιά που άλλη τόσο πυκνοβλαστημένη δεν είχε σε όλη την περιοχή, συνέβησαν πράματα και θαύματα. Ήταν τόπος που ζούσαν νεράιδες, αλλά που σήμερα πλέον δεν υπάρχει, ένεκα της καταστροφικής μανίας των σημερινών ανθρώπων που τα ξήλωσαν όλα. Κατάστρεψαν την φυσική βλάστηση και έδιωξαν τα άγρια ζώα που για αιώνες ζούσαν εκεί, έδιωξαν και τις νεράιδες.  Ότι δεν μπόρεσαν τα χέρια μόνα τους να καταστρέψουν, οδήγησαν μηχανές και μπουλντόζες που ξερίζωσαν τη βλάστηση και ξεχέρσωσαν τη γη, και έθαψαν τα τρεχούμενα νερά μέσα βαθιά στο χώμα.
Τα έκαψαν όλα, τα ισοπέδωσαν όλα, έφτιαξαν οικόπεδα και έκτισαν μέσα σπίτια και πολυκατοικίες. Όλα για το συμφέρον, σε μια ασταμάτητη καταστροφική πορεία εκμετάλλευσης της γης.
Τώρα στην περιοχή των Κλούνων, αντί για θεόρατα δένδρα, ξεφυτρώνουν πανύψηλα κτίρια που σκιάζουν τη θέα όλης της πεδινής παράλιας περιοχής, και  όλης σχεδόν  της θάλασσας. Ένας πνεύμονας πρασίνου και οξυγόνου χάθηκε, και ο θαλασσινός αέρας σταμάτησε έως εκεί, έπαυσε να φυσά πιο πέρα.
Τώρα, γέμισε ο τόπος πολυκατοικίες με απεριόριστη θέα, σκαλοπάτια και δρόμοι στήθηκαν στα πρότεινα φαράγγια, ενώ αυτοκίνητα σταθμεύουν εκεί όπου πρώτα ήσαν φωλαιές άγριων πτηνών και ζώων.

Ακόμα μια φορά η ανθρώπινη καταστροφή επήλθε πλήρης και ολοκληρωτική, ακόμα μια φορά η ανθρώπινη σκέψη δεν μπόρεσε να συλλάβει τον όλεθρο που φέρνει η ασυλλόγιστη πρόοδος, παρά μόνο χωρίς αίσθηση και ευαισθησία προχώρησε στην αποψίλωση της φύσης με έγνοια μόνη, το προσωρινό κέρδος.

ΜΙΚΡΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ

Στο Αγίασμα του Αρχάγγελου Μιχαήλ στη Χλώρακα, έτρεχε άφθονο νερό και σχημάτιζε μια μικρή λίμνη όπου μέσα μια κακιά μάγισσα έβγαινε κάθε μέρα να λουστεί, σκορπίζοντας το φόβο και τον τρόμο στους ντόπιους. Κανένας χωρικός δεν τολμούσε να πάει να γιάνει τις αρρώστειες του καθώς το αγίασμα ήταν θαυματουργό, ούτε κανένας να καλλιεργήσει τα γύρω χωράφια από το τρεξιμιό νερό.
Όμως ο ΧατζιηΤσιυρκακός Σιαμμάς ένας άφοβος βοσκός, μια μέρα της παράκατσε και όταν εμφανίστηκε, με τη μαγκούρα του τις έδωσε μερικές ξυλιές στη ράχη και η κακιά μάγισσα με μια φοβισμένη κραυγή έφυγε τρέχοντας, και από τότε κανείς στον τόπο εκείνο δεν ξανάκουσε γι αυτήν.

Ο λαϊκός θρύλος λέγει πως η κακιά μάγισσα ήταν πριν εκατοντάδες χρόνια μια όμορφη γυναίκα σύζυγος ενός ληστή που μια φορά τον απάτησε καθώς αυτός έλειπε καιρό, και όταν αυτός το έμαθε, με το σπαθί του κατακρεούργησε το πρόσωπο της και την καταράστηκε να ζει και να υποφέρει αιώνια. Η γυναίκα από τότε περιτριγυρίζει στην εξοχή και φοβίζει τους χωρικούς με την ασχήμια της.

Ο ΠΑΡΑΚΑΣ ΚΑΙ Η ΒΟΣΚΟΠΟΥΛΑ

Μια φορά έναν καιρό στα δυτικά παράλια της Χλώρακας κοντά σε ένα γκρεμό που έστεκε πολύ ψηλός και πάνω του έσκαγαν τα άγρια κύματα, ζούσε  μια έμμορφη χωριατοπούλα, κόρη ενός πλούσιου βοσκού που είχε τη μάντρα του στα χωράφια που εκτείνονταν στη συνέχεια της ακτής. Οι γονείς της την είχαν μη βρέξει και στάξει. Δεν την άφηναν να κάνει χειρονακτικές εργασίες, παρά μόνο όλη μέρα έγνεθε με το αδράχτι της και ύφαινε με το σμιλί της. Και όταν βαριόταν, καθόταν στην άκρη του γκρεμού και αγνάντευε τον μακρύ ορίζοντα κάνοντας ονείρατα παρακαλώντας το Χριστό να στείλει ένα καράβι με ένα όμορφο πριγκιπόπουλο όπως στα παραμύθια. Παρέα με τους γλάρους που πετούσαν στον ουρανό και τα λογιών αλάγια ψάρια που κολυμπούσαν κάτω στο νερό, έστεκε ώρες πολλές με τα ξέπλεκα μαλλιά της να ανεμίζουν στον άνεμο. Μα περισσότερο της άρεσε το ηλιοβασίλεμα που δημιουργούσε έμορφη εικόνα, και που μέσα στις σκιές των χρωμάτων του ήλιου που έσμιγε με τα χρώματα της θάλασσας, καμιά φορά νόμιζε πώς έβλεπε ένα καράβι να αρμενίζει και το βασιλόπουλο της να στέκει στην πλώρη και να της γνέφει.
Η μικρή χωριατοπούλα καθώς ήταν πολλά όμορφη, ευγενείς και πλούσιοι αφεντάδες την ζητούσαν σε γάμο. Όμως αυτή σταθερή στην ιδέα της, καρτερούσε τον πρίγκιπα που θα της έφερνε η θάλασσα. Οι γονείς της πολύ στεναχωριόντουσαν για τη στάση της, και τον πόνο τους τον μαρτυρούσαν στον αγέρα της θάλασσας. Και αυτός θυμωμένος, φύσαγε δυνατά και παρέσερνε το μυστικό της στα πέρατα του κόσμου.
 Ώσπου μια μέρα στη μακρινή Βενετιά, ένα όμορφο αγόρι ο Πάρακας, αποφάσισε πως θα γινόταν ο πρίγκιπας της και θα την επισκεπτόταν.
Ήταν ένας ωραίος νέος και ανδρειωμένος πολεμιστής. Ετοιμαζόταν να πάει Σταυροφόρος στα Ιεροσόλυμα να πολεμήσει τους άπιστους, ώσπου άκουσε για την έμορφη Κυπριοπούλα, και μη χάνοντας καιρό, αποφάσισε στο δρόμο του για τους Αγίους τόπους, να περάσει να την γνωρίσει.
Το αρματωμένο καράβι που έπλεε στην άκρη του ορίζοντα μια μέρα, ξαφνικά γύρισε την πλώρη στη στεριά, και με τον ήλιο που έδυε πίσω του, έδειχνε μια σκοτεινή κουκίδα μέσα στα πορφυρά χρώματα που σχηματίζονταν την ώρα που έσμιγε ο ήλιος με τη θάλασσα πέρα στον μακρινό ορίζοντα. Στην πλώρη έστεκε το όμορφο βασιλόπουλο ντυμένο στη γυαλιστερή του φορεσιά αντικρίζοντας από μακριά για πρώτη φορά την κόρη που έστεκε στην άκρια του μεγάλου βράχου φαντάζοντας ίδια η Αφροδίτη με ξέπλεκα τα μαλλιά της ριγμένα πίσω έως τη γης.
Από μακριά μόλις αντικρουστήκαν, αγαπηθήκαν παράφορα και από κοντά μόλις ανταμωθήκαν, αρραβωνιαστήκαν. Οι γονείς της κοπέλας χάρηκαν γιατί ήταν άξιο παλληκάρι, ταυτόχρονα όμως λυπήθηκαν, γιατί ήταν στρατιώτης και θα πήγαινε στον πόλεμο.
Συμφώνησαν λοιπόν να τον περιμένει, και σε ένα χρόνο θα επέστρεφε να παντρευτούν.
Πέρασε λίγος καιρός, και η μακρομαλλούσσα βοσκοπούλα με υπομονή και καρτερία στημένη στο μεγάλο βράχο, καθημερινά αγνάντευε το πέλαγος με το χέρι αντήλιο προσμένοντας τον καλό της να φανεί.
Μια μέρα όμως δυστυχώς, συνέβηκε κάτι τρομερό. Ένα δηλητηριώδες φίδι την δάγκωσε, και οι γιατροί δεν μπόρεσαν να την κάνουν καλά. Έπεσε σε κώμα για πολλές μέρες και δεν αντιδρούσε. Και όταν με τον καιρό ξανάνιωσε λίγο, παρατήρησε πως το δηλητήριο μέσα της την φαρμάκωσε παντοτινά. Το δέρμα της κιτρίνισε, και οι μύες σε όλο της το σώμα παραμορφώθηκαν. Η άλλοτε υπέροχη ομορφιά της χάθηκε, και το απαλό της δέρμα σκλήρυνε σαν την πέτρα.
Έκλαψε πολύ και είπε,
Χθες, ήμουν όμορφη. Σήμερα, είμαι ένα τέρας.
Ήξερε πως ο καλός της δεν θα την ήθελε πλέον, και παρ όλη τη θλίψη της, αποφάσισε να τον αποδεσμεύσει από τον όρκο του, καθώς η αγάπη που του είχε ήταν πραγματικά πολύ μεγάλη. Ήθελε να τον ξεχάσει για πάντα και να μην τον ξαναδεί. Δεν απαντούσε στα μηνύματα που της έστελλε, προσπαθούσε μ αυτό τον τρόπο να τον κάνει να πιστέψει πως τον ξέχασε.
Όταν πέρασε ένας χρόνος, το πριγκιπόπουλο γύρισε. Έμαθε τα κακά μαντάτα, άλλα αποφάσισε να σταθεί δίπλα της και να την βοηθήσει να γίνει καλά. Δεν τον εμπόδισε η ασχημία του κορμιού της και η σκληράδα του προσώπου της καθώς την αγαπούσε πραγματικά πάρα πολύ. Έτσι γονάτισε μπροστά της άλλη μια φορά, και της ζήτησε να τον παντρευτεί.
Και ώ, τι θαύμα. Μονομιάς η δύναμη της αγάπης κυριάρχησε και κατέκλυσε το είναι της μικρής κοπέλας. Ένιωσε το δηλητήριο στο σώμα της να κύλα και να φεύγει. Αισθάνθηκε καλύτερα, και κατάλαβε πως με την τόση αγάπη τους θα έβρισκε τη δύναμη να γιατρευτεί.
Πραγματικά με τον καιρό η κοπελίτσα γιατρεύτηκε και έγινε σαν πρώτα. Παντρεύτηκε τον πρίγκιπα της, και κάθε που έγερνε το δείλη, πήγαιναν στον μεγάλο βράχο, και αγκαλιασμένοι και παντοτινά αγαπημένοι, παρακολουθούσαν τον ήλιο που έγερνε να δύσει, και τον ευχαριστούσαν που τους έφερε και μαζί τους έσμιξε.
Όταν τα χρόνια πέρασαν, η ιστορία έμεινε σαν παραμύθι για τα μικρά παιδιά. Και όταν τα παιδιά μεγάλωναν και ερωτεύονταν, πήγαιναν στον ψηλό γκρεμό του Πάρακα, έτσι ονόμασαν τον ψηλό κρεμμό,  και αγναντεύοντας το ηλιοβασίλεμα, έκαναν μια ευχή αγάπης.

Και όσοι νιοί από τον βράχο του Πάρακα έκαναν μια ευχή αγάπης, η αγάπη αυτή διαρκούσε για πάντα.

ΤΟ ΠΕΤΡΑΥΛΑΚΟ ΤΟΥ ΔΙΓΕΝΗ ΚΑΙ ΤΟ ΑΔΡΑΧΤΙ ΤΗΣ ΡΗΓΑΙΝΑΣ

Ή Ρήαινα είσιεν τό παλάτιν της πάνω στην Φάβρικαν. Ό Διενής ήθελε την Ρήαιναν γιά γυναίκα του.
Η Ρήαινα είπεν του,
-Αν μου φέρεις νερόν στην Πάφον εν νά σέ πάρω άντρα μου.
Ο Διενής έκαμε τότε το πετραύλακον τζαι έφερε τό νερόν που την Τάλαν. Η Ρήαινα, άμα έφερε τό νερόν, εμετάνωσεν τζιαι γέλασε του Διενή. Τότες ο Διενής εθύμωσεν.  Εστάθηκεν πάνω στόν Μούτταλλον (λόφον του Κτήματος) τζιαι πήρεν μιαν πέτραν τζιαι έρριψεν της την. Τζιαί η πέτρα στέκει ώς την σή­μερον δίπλα που τον άην αγαπητικόν τσιαι Μισητικόν, τζιαί φέρει πάνω την σπαθκιάν του Διενή. Ή πέτρα έν τής έμπλασεν. Η Ρήαινα εθύμωσεν τζιαί τζιείνη τζιαί έρριψεν του τ' άδράχτιν της, μά έν του έμπλασεν. Τσιαι το αδράχτιν έππεσεν κάτω που τον Μούτταλον, μέσα σ ένα χωράφι της Γλώρακας

Η Ρήγαινα αν και πρόσωπο πραγματικό, η λαϊκή παράδοση της Κύπρου την κατέταξε στους θρύλους και τις παραδόσεις της νήσου. Την συσχετίζει με τον Διγενή και της αποδίδει πολλά μεσαιωνικά κάστρα, φρούρια και χωριά.
Η Ρήγαινα της Πάφου ήταν μια πανέμορφη κυρά και πολεμίστρια που διαφέντευε τον τόπο από τα Παλαιόκαστρα μέχρι την πόλη της Χρυσοχούς. Κανείς εχθρός δεν μπορούσε να την νικήσει, γιατί ήταν περισσότερο έξυπνη από ένα στρατηλάτη, και κατοικούσε σε καλά οχυρωμένους πύργους. Είχε τον πύργο της στα Κτιστά κοντά στη Χλώρακα μια απέραντη παραλιακή πεδιάδα, που αρχίνιζε από την πέτρα του Ρωμιού και τέλειωνε στον Ακάμα. Οι υπήκοοι της ασχολούνταν με τη γεωργία, καλλιεργώντας κατ αρχάς ζαχαροκάλαμα, και μετά τεύτλα, παράγοντας ζάχαρη την οποίαν φόρτωναν σε καράβια στο λιμάνι της Πάφου και τη διακινούσαν σε όλη την σύγχρονη Ευρώπη. Κατασκεύαζαν ζάχαρη σε μια εποχή που η Αφρική ήταν πολύ μακριά από την Ευρώπη, έτσι η Κυπριακή ζάχαρη ήταν περιζήτητη καθώς εύκολα την αποκτούσαν ένεκα των μικρών αποστάσεων. Η ζάχαρη κυρίως κατασκευάζεται από τα ζαχαροκάλαμα, αλλά επειδή τη Κύπρο κατά καιρούς μάστιζαν μεγάλες ανομβρίες, η έξυπνη Ρήγαινα σκέφτηκε να παράγει τη ζάχαρη από τα τεύτλα τα οποία δεν χρειάζονταν πολύ νερό για την καλλιέργεια τους.
Ήταν λοιπόν η Ρήγαινα μια καλή βασίλισσα που η εξυπνάδα της ήταν ξακουστή όπως και η πονηριά της, αλλά και η ομορφιά της.
Ο θρύλος λέει πως ο ήρωας Διγενής Ακρίτας άκουσε για την ομορφιά της, και θέλοντας να την γνωρίσει όταν πέρασε από τα μέρη της Πάφου, βλέποντας την την αγάπησε.
Ο Διγενής ήταν ξακουστός Ακρίτας φύλακας των συνόρων του Βυζαντίου, και θέλοντας να απαλλάξει τη χώρα του από έναν επικίνδυνο Σαρακηνό, τον κυνήγησε μέχρι την Κύπρο για να τον εξοντώσει. Τον κυνήγησε λοιπόν, και στο κατόπι του ξεμπάρκαρε στη Μόρφου. Τον είδε μακριά να τρέχει να γλυτώσει, οπότε ακουμπώντας το χέρι του στο βουνό του Πενταδάχτυλου, έδωσε ένα σάλτο για να το φτάσει. Το χέρι του έμεινε αποτυπωμένο στο ψηλό βουνό, και από το σχήμα των δαχτύλων του, ονομάστηκε Πενταδάχτυλος. Ο Σαρακηνούς καταδιωκόμενος έφτασε στην Πάφο και μπήκε σε ένα πλοίο να φυγει. Ο Διγενής αφού δεν τον προλάβαινε, άρπαξε μια πέτρα και σημαδεύοντας, την έριξε και βύθισε το πλοίο. Είναι η πέτρα του Ρωμιού ο θεόρατος μεγαλοπρεπής βράχος που ευρίσκεται μέσα στην άκρια της θάλασσας ως σύνορο και σήμα κατατεθέν εκεί που αρχινά η Πάφος. 
Φθάνοντας λοιπόν στην Πάφο, συνάντησε τη Ρήγαινα, την αγάπησε και θέλησε να την κάμει γυναίκα του.
Μα η πονηρή βασίλισσα που δεν ήθελε για σύζυγο της ανώτερο της να τη διατάσσει, για να τον αποφύγει του ζήτησε να αποδείξει την αξία του πραγματοποιώντας έναν άθλο. Του ζήτησε να φέρει νερό από τη μακρινή Τάλα για να ποτίζουν οι υπήκοοι της τα ζαχαροκάλαμα και τα τεύτλα.
Μα ο Διγενής που δέχτηκε την πρόκληση της, ήταν υπεράνθρωπος και προς μεγάλη δυσαρέσκεια της έκτισε ένα μακρύ αυλάκι και έφερε το νερό στους αγρούς και πότισε όλη την παραλιακή πεδιάδα.
Σκέφτηκε τι να κάμει η Ρήγαινα να τον αποφύγει, και αποφάσισε να μπει σε ένα πλοίο να φύγει λίγο καιρό μέχρι να βαρεθεί και να εγκαταλείψει τη Κύπρο, να πάει στη χώρα του και στη δουλειά του.
Μα ο Διγενής οργίστηκε και ανεβαίνοντας στο ψήλωμα της Βίκλας στο Μούτταλο, άρπαξε μια μεγάλη πέτρα και την έριξε στο καράβι να το βουλιάξει και να την πνίξει μέσα στα αλμυρά νερά της θάλασσας. Για καλή της τύχη η πέτρα έπεσε λίγο πριν τη θάλασσα, και μέχρι σήμερα ευρίσκεται εκεί δίπλα στον Άη Αγαπητό και Μισητό, και ονομάζεται η πέτρα του διγενλη, και φέρει πάνω του τη σπαθιά του Διγενή, καθώς πάνω της είναι το σημάδι  όταν την χτύπισε με το σπαθί του για να την ξεκολλήσει και να την ρίξει στο πλοίο.

 Μα η αντρειωμένη  Ρήγαινα οργίστηκε, και ως δεινή και δυνατή πολεμίστρια, άρπαξε ένα θεόρατο κίονα και του τον έριξε και αυτή να τον σκοτώσει. Έπεσε κάτω από το λόφο που στεκόταν σε ένα χωράφι της Χλώρακας που ανήκε στον Νικόλα Αλεξάνδρου. Ο κίονας είχε ύψος τέσσερα μέτρα και διάμετρο ένα, και ονομάστηκε από τους κατοπινούς αδράχτι της Ρήγαινας, καθώς στην κορφή είχε μια συμμετρική σφαίρα, που του έδινε τη μορφή ίδιο με γιγαντιαίο αδράχτι. Υπήρχε φυτεμένο μέσα στη γη στον ίδιο αγρό μέχρι το 1963 περίπου που αρχίνισαν οι διακοινοτικές ταραχές μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων, οπότε οι Τουρκοκύπριοι το έκλεψαν και το τοποθέτησαν στην αυλή του σχολείου τους στο κέντρο της συνοικίας του Μουττάλου.

ΕΝΑΣ ΝΕΟΣ ΚΑΙ ΜΙΑ ΝΕΑ

Κατά καιρούς έχουν υπάρξει ισχυρισμοί ότι υπάρχουν στοιχεία και αποδείξεις που συνηγορούν πως η ικανότητα ενός ατόμου να βλέπει φαντάσματα ή να αισθάνεται ανεξήγητες παρουσίες,  εξαρτάται από την παρατεταμένη επαφή ή την σύνδεση που είχε ή έχει με το άτομο που βλέπει ή νιώθει.

Ήταν μια φορά ένα ταιριαστό ζευγάρι πολύ αγαπημένοι μεταξύ τους και όλα ήταν ωραία, και ήταν καλά. Από μικρά παιδιά κάθε Κυριακή που πήγαιναν στην εκκλησία της Παναγίας της Χρυσοαιματούσας της Χλώρακας, οι ματιές τους συναντιόνταν, είχαν νιώσει μέσα τους το σκίρτημα της αγάπης.
Ήρθε το πλήρωμα του χρόνου και μ’ολις μεγάλωσαν ολίγον, από ενωρίς, σχεδόν μικροί, έδωσαν λόγο να παντρευτούν. Είχαν και οι δύο στις καρδιές τους πολλή καλοσύνη, ήσαν ενάρετοι και πιστοί Χριστιανοί. Όλοι στο χωριό τους αγαπούσαν, τους παίνευαν και τους καμάρωναν. Αγαπήθηκαν πολύ, δεν έκανε ο ένας χώρια του άλλου. Πάντα πιασμένοι από το χέρι, μόνο στην εκκλησιά χώριζαν για να πάει ο καθένας στη θέση του, χώρια οι άνδρες από τις γυναίκες ως όρίζαν τα έθιμα.
Αλλά όπως πολλές φορές συμβαίνει τα ωραία να μην διαρκούν, έτσι και στο ζευγάρι τούτο, στα ξαφνικά ήρθε το κακό, έφερε τα πανω κάτω, κουρέλιασε τα όνειρα, σκότωσε τις καρδιές, έφερε την καταστροφή. Άρχισε η κοπέλα να νιώθει αδυναμία και ζαλάδα, αρρώστησε βαριά, απότομα, μέσα σε λίγο καιρό, έσβησε και πέθανε.
Όλο το χωριό την έκλαψε, για ημέρες πολλές όλοι ήσαν στενοχωρημένοι, αλλά πιο πολύ μαράζωναν για τον ζωντανό, τον νέο που απαρηγόρητος δεν άντεχε τον πόνο. Τόση ήταν η ερημιά γύρω του που ένιωθε, που έκλαιγε μοναχός μέσα στις νύχτες και ακουγόταν το γοερό του κλάμα που ράϊζε τις καρδιές των άλλων ανθρώπων.
Ίσως επειδή ο πόνος ήταν πολύ μεγάλος, ίσως γιατί η πεθαμένη κοπέλα όσο ζούσε του είχε υπερβολική αγάπη, ίσως γιατί ήσαν ενάρετοι ή έτσι ήθελε ο θεός, κάθε βράδυ στο όνειρο του μόλις λαγοκοιμόταν, η οπτασία της τον επισκεπτόταν. Καθόταν στο προσκέφαλο και του χάιδευε τα μαλλιά και το μέτωπο, τούλεγε τραγούδια και λόγια  παρηγοριτικά, καθώς και ψαλμούς της εκκλησιάς. Και κάθε που έρχονταν τα μεσάνυχτα έσκυβε και τον φιλούσε, εκείνη ήταν η ώρα που πέθανε. Ο νέος πεταγόταν από το κρεβάτι και την αναζητούσε, αλλά ξυπνητός πλέον, έβλεπε την οπτασία της να φεύγει από την χαραμάδα του παραθύρου.
Καθόταν στο κρεβάτι και έκλαιγε απαρηγόρητα, το μυαλό του ήταν να το χάσει, δεν ήξερε τι να κάμει. Και οι μέρες περνούσαν. Σταμάτησε να πηγαίνει εκκλησιά, κλείστηκε στον εαυτό του, έγινε απόμακρος, όλοι στο χωριό πίστευαν ότι του σάλεψε το μυαλό.
Πέρασαν 40 μέρες, ήρθε η μέρα του μνημοσύνου. Εκείνη την ημέρα ξύπνησε νιώθοντας μια περίεργη ανήσυχη ηρεμία. Μια αδιόρατη προσμονή ήταν φωλιασμένη μες στην καρδιά του και προαισθανόταν ότι κάτι θα άλλαζε. Πήγε στην εκκλησιά, λειτουργήθηκε και προσευχήθηκε, και ο παπάς έκαμε το μνημόσυνο.
Εκείνη ακριβώς την ωρα του μνημοσύνου αισθάνθηκε να συμβαίνει ένα θαύμα, ένιωσε μέσα του να δέχεται τη χάρη και τη φώτιση του Θεού, ένιωσε να βλέπει την οπτασία της καλής του αγαπημένης πιασμένη χέρι με τους αγγέλους να φεύγει χαμογελώντας του προς τον ουρανό.
Κατάλαβε ότι τον επισκέφθηκε ο Θεός, τον αισθάνθηκε μέσα του και ένιωσε την γαλήνη να τον κυριεύει. Ήξερε, κατάλαβε. Πέρασαν 40 ημέρες, τόσες όσες κατά την ορθόδοξη θρησκεία χρειάζεται η ψυχή όταν αποχωριστεί από το σώμα να παραμένει στη γη γυροφέρνοντας στους τόπους που αγάπησε, και ύστερα να φεύγει για τους ουρανούς. Αισθάνθηκε ότι ήρθε η ώρα που η καλή του θα όδευε στον τόπο της ανάπαυσης, δίπλα στο θεό, εκεί που έπρεπε να είναι, μέσα στον παράδεισο.

Από εκείνη την ημέρα ο νέος, ηρέμησε, γαλήνεψε και ησύχασε. Δεν γύρισε να δεί άλλη κοπέλα, αφιερώθηκε απόλυτα στο Θεό, τα βρήκε με τον εαυτό του και είναι ως σήμερα απόλυτα ευχαριστημένος για τις επιλογές του.

Ο ΠΑΠΑΣΤΑΥΡΟΣ

Γεννήθηκε στη Χλώρακα από ευσεβείς γονείς πιστούς λάτρεις της Χριστιανοσύνης που κατάφεραν να εμφυτεύσουν στην καρδιά του την ίδια αγάπη. Από μικρός ήθελε να ενδυθεί τα ράσα αφού αγαπούσε τα θεία και συνεπαιρνόταν από τη μυσταγωγία που ένιωθε όποτε από μικρός με τον πατέρα του κάθε Κυριακή πήγαιναν να λειτουργηθούν στην εκκλησία της Παναγίας της Χρυσοαιματούσας.
Όταν μεγάλωσε έγινε ένας ήρεμος άνθρωπος χαμηλών τόνων που κοίταζε την οικογένεια του και την εργασία του, αλλά που ακόμα είχε μέσα του την επιθυμία της ιεροσύνης. Οι συνθήκες δεν του επέτρεψαν να πραγματοποιήσει αυτό που ήθελε, και όταν τα χρόνια πέρασαν, πήρε απόφαση ότι θα έμενε παντοτινά απλός πολίτης, ένας απλός πιστός Χριστιανός. Παντρεύτηκε και νοικοκυρεύτηκε στη Γεροσκήπου. Έκαμε κάμποσα παιδιά, που για να τα ζήσει έκαμνε διάφορες εργασίες δουλεύοντας σκληρά νύχτα και μέρα, αφοσιωθηκε εξ ολοκλήρου να τα αναγειώσει, να τα μεγαλώσει και να τα μορφώσει. Κάθε Κυριακή τους στοίβαζε όλους, σύζυγο και μωρά μέσα στο μικρό του αυτοκίνητο και πήγαιναν στην εκκλησιά της Παναγίας στη Χλώρακα όπου συναπαντιόνταν όλοι οι στενοί συγγενείς, γονείς, παιδιά και εγγόνια.
Αυτή η κατάσταση η ίδια ακριβώς, διαρκούσε για χρόνια και δεκαετίες, ήταν μια ρουτίνα που δεν θα μπορούσε να την φανταστεί διαφορετικά. Ήταν μια συνήθεια που τον ευχαριστούσε, ήταν με αυτό τον τρόπο που ερχόταν σε άμεση επαφή με το Θεό όπως ο ίδιος πίστευε, έτσι αναπλήρωνε το κενό της μη πραγμάτωσης του ευγενούς ονείρου του. 
Αυτά μου έλεγε ένα βράδυ καθισμένοι στο καφενείο του χωριού, και εγώ τον παρηγορούσα λέγοντας του ότι τα ράσα δεν κάνουν τον παπά, και αν μέσα του ένιωθε καλός Χριστιανός και ενεργούσε Χριστιανικά, σίγουρα πνευματικά ήταν ανώτερος από πολλούς παπάδες.
Ο καιρός περνούσε, μια άλλη μέρα που συναντηθήκαμε και κάτσαμε να τα πούμε, τον άκουσα ξαφνιασμένος να μου λέει,
-αποφάσισα να πάω παπάς.
Η έκπληξη μου ήταν μεγάλη, δεν πίστευα αυτό που άκουγα, διότι είχε στη ράχη του 50 χρόνια ηλικίας, μεγάλα παιδιά και εγγόνια. Του ζήτησα να μου εξηγήσει γιατι πήρε αυτή την απόφαση, δηλαδή τώρα που ξεκινούσε η τρίτη του ηλικία, αποφάσισε να ιερωθει, να αρχίσει το διάβασμα για να μάθει να λειτουργεί, να ψάλλει και να ιερουργεί.
-Άκουσε μου, μου λέγει. Ήμουν στην εργασία μου και φύλαγα νυχτοφύλακας. Τις πρωινές ώρες περίπου ένα βράδυ, άκουσα πατημασιές να με πλησιάζουν. Υπέθεσα ότι ίσως να ήταν κάποιος κλέφτης, και του φώναξα να σταματήσει.
Αλλά πάλι τα βήματα ακούγονταν και με πλησίαζαν. Για δεύτερη φορά φώναξα σταμάτα, καμία απάντηση πάλι δεν έλαβα. Σήκωσα τον ασύρματο για να καλέσω βοήθεια, και αυτός έδειχνε να μην λειτουργεί.
Ξαφνικά, αντί για κλέφτη, βλέπω μπροστά μου να στεκει μια ανθρώπινη φιγούρα μέσα σε λάμψη φωτός. Όπως τον είδα, δεν φοβήθηκα, γιατι αναγνώρισα στο πρόσωπο του την μορφή του Αγίου Στεφάνου της Λέμπας που απεικονίζεται σε ένα εικόνισμα στο τέμπλο του ιερού στο παλιό ξωκλήσι του. Με ήρεμη φωνή με ρώτησε γιατι φοβάμαι να γίνω παπάς, αφού αυτό είναι το όνειρο της ζωης μου. Χωρίς να συνειδητοποιώ ποιον είχα απέναντι μου, του απάντησα ότι πέρασε ο καιρός και τα χρόνια μου ήταν τόσα πολλά, που δεν θα ήταν συνετή μια τέτοια απόφαση.
Μου είπε να μην φοβάμαι τα χρόνια, και με ρώτησε πόσα χρόνια θέλω ακόμα να ζήσω για να υπηρετήσω τα θεία τα οποία πρεσβεύω.
Γύρισε κα έφυγε, και ενώ έσβηνε το φως που τον περίελουζε, τον άκουσα να με παροτρύνει να γίνω τώρα παπάς, και να κυρηξω σε όλους να μετανοήσουν.


Όταν σε λίγο κατάλαβα ότι έγινε ένα θαύμα και μου φανερώθηκε ο Άγιος Στέφανος, μέσα σε μεγάλη κατάνυξη και δακρυσμένος από χαρά και ευτυχία, σήκωσα τον ασύρματο για να βεβαιωθώ, και τον είδα να είναι σε λειτουργία. Είχε σταματήσει εκείνη την ιερή στιγμή που μου φανερώθηκε ο Άγιος, ήταν απόφαση του Θεού να σιγήσει τόσο όσο να μου μιλήσει ο Άγιος Στέφανος. Τώρα ήταν εντάξει, ήταν ένα σημάδι απόδειξη πώς η Άγια φανέρωση συνέβηκε στην πραγματικότητα και όχι στη φαντασία μου ή στο όνειρο μου. Πήρα την μεγάλη απόφαση τώρα, σ αυτή την ηλικία να ιερωθω, να αρχίσω το διάβασμα για να μάθω να λειτουργώ, να ψάλλω και να ιερουργώ.

Ο ΤΣΙΥΡΚΑΚΟΣ (Ο ΚΥΡΙΑΚΟΣ)

Κάποτε ένας Κυπραίος για να μην σκοτωθεί στις σφαγές της 9ης Ιουλίου του 1821 επειδή συγγενείς του είχαν ανάμειξη στα επαναστατικά γεγονότα που έλαβαν χώραν εναντίον των Τούρκων, για να γλιτώσει έφυγε από την Κύπρο και ζήτησε καταφύγιο στην Αίγυπτο. Εκεί κατοίκησε για πάντα, αλλά τα τρία παιδιά του όταν ενηλικιώθησαν, γύρισαν πίσω.
Ένας εκ των τριών, ο Κυριάκος κατά το γυρισμό του πέρασε από τους Αγίους τόπους, έτσι από τότε και πλέον τον αποκαλούσαν Χατζιή Τσιυρκακό. Ήταν ένας νέος που του άρεσε η ησυχία και η μοναξιά, γι αυτό ζήτησε εργασία σε ένα βοσκό με ανταμοιβή φαγητό, και κάθε χρόνο έξι αρνιά. Όταν πέρασαν λίγα χρόνια, μάζεψε το μικρό κοπάδι που απέκτησε και ανέβηκε στα βουνά, έκτισε μια μάντρα και μια κάμαρη με ξερόλιθους, και κατοίκησε μες τις ερημιές και τα λαγκάδια, παρέα με τα πρόβατα τα πουλιά, και τις αλεπούδες.

Πέρνούσε ο καιρός, και ζούσε μες στην ησυχία του. Ήταν ευχαριστημένος και απολάμβανε την ήρεμη και ασκητική ζωή που διαβιούσε, ώσπου δυστηχώς μια κρύα μέρα αρρώστησε βαριά, δεν είχε αναπνοή, κατάκοιτος και μοναχός, προσπαθούσε να βρει γιατρειά, μα χωρίς αποτελεσμα.

Ήταν μια νύχτα παγωμένη, ήταν το φεγγάρι γεμάτο και η άγρια περιοχή φωτιζόταν με το κίτρινο φως του, ένα χλωμό και γεμάτο φόβο φως. Μια ψυχρή πνοή ανέμου φυσούσε αδύνατα, και σκέπαζε με πολλη παγωνιά ότι άγγιζε. Μια πνοή τόσο παγωμένη που όλα τα πάγωνε και τα σκότωνε. Τα ζώα και τα πουλιά ήταν φοβισμένα, τα φυτά έγερναν και πέθαιναν από την κρυότητα. Η υγρασία πάγωσε και η γιάλλα σκέπασε όλη τη γη, εγινε σαν καθρέφτης και μέσα του φαινόταν το άρρωστο κίτρινο φως του φεγγαριού σαν προμήνυμα κακών μαντάτων και άσχημων πραγμάτων.
Ήταν έρημη η βουνοπλαγιά, όλα ακίνητα και πεθαμένα, ακουγόταν μονο το ελαφρύ σφύριγμα της παγωμένης πνοής που αρρώσταινε και σκότωνε ότι άγγιζε. Ακουγόταν μαζί και το μακρόσυρτο ουρλιαχτό του λύκου που έσμιγε με τους ρόγχους τους επιθανάτιους του νεαρού παλικαριού. Που κατάκοιτος και άρρωστος τον άφηνε και έφευγε η ζωή του, παγωμένη και αυτή από τη τσουχτερή παγωνιά. 
Ήταν σε μια καλύβα μοναχική, δίπλα στην μάντρα με τα ζώα, είχε αρρωστήσει και ήταν μόνος και έρημος μες την έρημη βουνοπλαγιά, μόνος αυτός μες την παγωμένη φύση. Πανω στο αχυρένιο στρώμα εδώ και μέρες με δυσκολία στην αναπνοή και μαύρους κύκλους στα  μάτια που δεν είχαν δύναμη νάναι ανοιχτά, είχε νιώσει τον θάνατο που ήρθε και παρακαλούσε να ζήσει, και πάλευε για να ζήσει, ώσπου τελικά τα κουρασμένα στήθη σταμάτησαν να ανεβοκατεβαίνουν, και η αδύνατη καρδιά έπαψε να χτυπά ενώ στο κίτρινο πρόσωπό του απλώθηκε το άσπρο του θανάτου. Ένα κουφάρι στο κρεβάτι, και η παγωμένη πνοή του αέρα που τον σκότωσε έμπαινε από τις χαραμάδες της πόρτας…

Η ωρα πέρασε, ήρθε το πρωί, η παγωνιά έπεσε, και το φως της αυγής πήρε να χαράζει. Ο αέρας δυνάμωσε, έλιωσε η γιάλλα και η πόρτα στο μικρό σπιτάκι άνοιξε από τον αέρα και χτυπούσε στον παραστατό με ένα μονότονο ήχο. 
Ένα δροσερό αεράκι άγγιξε το πρόσωπο του πεθαμένου παλικαριού, και ως να κοιμόταν άνοιξε τα μάτια, χασμουρήθηκε και με ένα πήδο πετάχτηκε όρθιος… 
Στάθηκε στην πόρτα κι αγνάντεψε πέρα τα αντικρινά βουνά, και έμεινε να κοιτάζει σκεφτικός. Θυμόταν την χθεσινή νύχτα που δεν είχε αναπνοή, θυμόταν την ψυχή του να φεύγει, και το πνεύμα του να ταξιδεύει, να κινείται  με  τρομαχτική  ταχύτητα σε όλη την οικουμένη, ακόμα  και  μέσα  στην  ύλη.  Θυμόταν ξεκάθαρα τη διαδικασία  του  θανάτου του, ήταν   ευχάριστη  και εμπειρική. Ήταν ένα ταξίδι που του άρεσε, που ταξίδεψε με ιλιγγιώδη ταχύτητα στα πέρατα του ουρανού, που συνάντησε ένα απέραντο φως και που ενώθηκε μαζί του, εγινε ένα με αυτό, και ένιωσε το πνεύμα του να αγαλλιά…

Έμεινε να κοιτάζει από την πόρτα όλη την γυρω φύση και σκεφτοταν γιατί γύρισε πίσω, γιατί δεν έμεινε εκεί που ήταν τόσο ωραία. Κατάλαβε ότι εγινε θαύμα, μέσα του ένιωθε γαλήνη, γονάτισε και προσευχήθηκε. Σηκώθηκε και προχώρησε προς τη μάντρα, είχε ένα αίσθημα ανήσυχο για τα πρόβατα, ήταν πολύ το κρύο για να το αντέξουν. Σαν κόντεψε τα είδε όλα νεκρά, ήταν η νυχτερινή παγωμένη πνοή του θανάτου που πέρασε και μαζί πήρε αυτόν, πήρε και τα ζά. Με έκφραση απόλυτης ηρεμίας και στωικότητας αντίκρισε τον ομαδικό θάνατο, τον είχε «ζήσει» και αυτός, ήταν μια απόλυτη εμπειρία, μια κατάσταση έξω από τη συνηθισμένη. Και δεν μπορούσε ύστερα από τέτοια εμπειρία να παραμείνει  ασυγκίνητος ήταν ένα σημείο του Θεού που τον έκαμε να νιώθει άμετρη ηρεμία, ένιωθε ότι πέρασε από την κρίση του Θεού…
Γύρισε στη κάμαρη, άνοιξε το παλιό μπαούλο και πήρε την βαριά κάπα, έβαλε στην βούρκα του φαί και ροβόλησε την βουνοπλαγιά. Ήθελε να κατέβει στον κάμπο, να αλλάξει ζωή, να δει ανθρώπους, να ζήσει μαζί τους. Ένιωθε μέσα του μια ανάγκη, δεν μπορούσε άλλο μοναχός, είχε μια ανάγκη φυγής μακριά από την ως τώρα στεγνή καθημερινότητά του, τα φυλακισμένα του συναισθήματα αναζητούσαν διέξοδο, οι αισθήσεις του ήταν σε επιφυλακή για δράση, και η αιώνια αναμονή που παραλύει τα πάντα, ήθελε να τελειώσει.

Περπάτησε ώρες πολλές, έβαλε σημάδι την ξέρα του «Φερφουρή» στη θάλασσα της Χλώρακας. Εκεί ήθελε να παει, εκεί να κατοικήσει, μέσα στους κάμπους, δίπλα στη θάλασσα, κοντά στην πόλη του Κτημάτου μιας πόλης στην οποία θα μπορούσε να χαθεί  και με φαντασία να ζήσει κάτι πρωτόγνωρο, καινούργιο, ήθελε να ονειρευτεί, να πετάξει, να απελευθερώσει όλα όσα κρύβει η ψυχή, ήθελε να αποκαλύψει τη γνήσια πνευματικότητα, να κυνηγήσει σκοτεινές και φλογερές παρορμήσεις, να αισθανθεί ελεύθερος.


Υ.Γ. Ο Χ" Τζιητσιυρκακός κατοίκησε στη Χλώρακα, απέκτησε μεγαλη περιουσία και έγινε ο άρχοντας της περιοχής. Παντρεύτηκε την Μαρίκα, και ύστερα την Χ'' Λωξάνδρα. Απόγονοι τους ήταν οι Χριστόδουλος Σιαμμάς αλλως Ττοουλούην, ο Χαράλαμπος, ο Τσιυπρής, και η Δεσποινού η οποια παντρεύτηκε τον Ευστάθιον Κυρηνέαν Λαούρη που εργαζόταν ως μισταρκός στον πατέρα της.

Ο ΣΤΟΙΣΙΟΜΕΝΟΣ

Μια ιστορία παλιά λέει πως την εποχή της Ελληνικής επανάστασης που οι αγριότητες των Τούρκων ήσαν απερίγραπτες, το ίδιο και μερικοί Έλληνες στην προσπάθεια τους να αντισταθούν αλλά και να πάρουν εκδίκηση, αγρίεψαν και οι ίδιοι, έγιναν το ίδιο σκληροί και απάνθρωποι. Για έναν συγκεκριμένο  τοιούτου είδους Έλληνα, ένας παλιός παπάς της Χλώρακας εκείνης της εποχής, ο παπάγιαννης, μαρτύρησε μια ιστορία που από στόμα εις στόμα αμυδρώς έμεινε έως σήμερα, και σήμερα εγώ την αποτυπώνω στο χαρτί να μείνει παντοτινή.
Πολλοί Κύπριοι φιλόπατρεις μετέβησαν στην πατρίδα για να αγωνιστούν δίπλα στους αδερφούς Κλέφτες και Αρματωλούς την εποχή εκείνη. Υπάρχουν πολλές μαρτυρίες πως πήραν μέρος σε πολλές μάχες δίπλα στους Έλληνες κατά την διάρκεια της επανάστασης. Τη δράση τους βεβαιώνουν τα πιστοποιητικά που εξέδωσαν μετά τη λήξη του αγώνα ξακουστοί οπλαρχηγοί της επανάστασης όπως ο Πετρόμπεης, ο Νικηταράς, ο Κολοκοτρώνης, ο Μακρυγιάννης και άλλοι. Κατά την επιστροφή τους, μαζί ήρθαν και λίγοι Έλληνες που εγκαταστάθηκαν στην Κύπρο. Ένας που ήταν φίλος και σύντροφος του γνωστού Κύπριου αγωνιστή Γιάννη Πασαπόρτη από την Κοίλη της Πάφου που μετέβηκε ως εθελοντής και πολέμησε τους Τούρκους στην πολιορκία και στην έξοδο του Μεσολογγίου, ήρθε με την ελπίδα να βρει ένα καινούργιο πόλεμο για να συνεχίσει τον αγώνα του εναντίον των τούρκων.
Μισούσε τους Τούρκους και τους πολέμησε βάναυσα, δεν τους λυπήθηκε, ούτε  τους χαρίστηκε. Τον ονόμαζαν Χασάπη καθώς με τη χαντζάρα τους έκοβε μικρά κομμάτια και τάιζε τους σκύλους. Και όταν πλέον δεν είχε άλλο πόλεμο εκεί, ήρθε εδώ, με την ελπίδα πως θα ξεκινούσε ένας καινούργιος απελευθερωτικός αγώνας. Ήθελε να βοηθήσει να λευτερωθεί η Κύπρος από τους άπιστους.
Στην Κύπρο όμως δεν υπήρξε ξεσηκωμός, δεν υπήρχε πόλεμος, ούτε αντάρτικο. Έτσι μη έχοντας τι να κάμει, γυρνούσε στα καφενεία και τα κρασοπολεία, τους αγρούς και τα χωριά  της Πάφου. Ήταν απόμακρος, φοβερός και είχε πρόσωπο αγριωπό, και λόγια λιγα. Οι απλοϊκοί χωρικοί γνώριζαν τη φήμη του και θέλοντας να έχουν την εύνοια του, του έδιναν φαγητό και χρήματα από το υστέρημα τους φοβούμενοι την δυσαρέσκεια του.
Έτσι περνούσε ο καιρός, απολάμβανε ο χασάπης μια καλή και αραχτή ζωή, χωρίς να χρειάζεται να κοπιάσει προς το ζειν. Ώσπου όμως κάποια φορά στις περιπλανήσεις του, στη Χλώρακα συνάντησε μια όμορφη κοπέλα που κεραυνοβόλα την ερωτεύτηκε με πάθος, και κατάλαβε πως θα ήταν καταλύτης για την επόμενη ζωή του. Τη ζήτησε σε γάμο, και οι γονιοί της του την έδωσαν με ευχές, καθώς ο φόβος που τους προκαλούσε ήταν μεγαλύτερος από την επιθυμία τους να του αρνηθούν.
Την παντρεύτηκε και νοικοκυρεύτηκε  σε ένα μικρό σπιτάκι. Η αγάπη του ημέρεψε την καρδιά και έγινε ανθρώπινος και προσιτός.  Άλλαξε και έγινε άλλος άνθρωπος. Άνοιξε ένα χασαπιό, και καθώς καλώς ήξερε να κόβει ανθρώπινες σάρκες, τώρα με πολλή μαεστρία πετσόκοβε τα σφαχτάρια ζώα.
Έγινε νοικοκύρης και με τον καιρό, όλοι ξέχασαν το κακόν του παρελθόν. Όσοι τον γνώρισαν πριν και μετά, έλεγαν για τη μεγάλη αλλαγή του χαρακτήρα του και της συμπεριφοράς του, τώρα έλεγαν γι αυτόν καλά λόγια.  ¨Ενα ναϊπι είχε μόνο, στην εκκλησία δεν πήγαινε, ούτε ακόμα τις μεγάλες γιορτές των Χριστουγέννων και της Ανάστασης. Όλοι γνώριζαν πως είχε χάσει κάθε επαφή με το θεό, καθώς πολλές αποτρόπαιες πράξεις είχε κάμει τον καιρό του πολέμου. Μοναδικές φορές λοιπόν που πέρασε το κατώφλι της εκκλησίας, ήταν για να παντρευτεί και όταν άλλοι τον πήραν σηκωτό για την κηδεία του.
Πέθανε λοιπόν ο χασάπης μια μέρα, όταν στα καλά καθούμενα τον πρόδωσε η καρδιά του. Ήταν ένας θάνατος ξαφνικός χωρίς να αρρωστήσει και χωρίς να υποφέρει. Ανώδυνα έφυγε για τον άλλο κόσμο, και σε τούτον έμεινε μόνη η άμοιρη σύζυγος του να τον κλαίει.
Ένα απόγευμα που γυρνούσε στο σπίτι του από τη δουλειά, σαν περπατούσε σταμάτησε η καρδιά του και έμεινε στον τόπο. Κάποιοι στενοχωρήθηκαν λίγο, κάποιοι δάκρυσαν λίγο, και όλοι μαζί τον έθαψαν και ύστερα τον ξέχασαν.
Εδώ είναι που ξεκινά η ανατριχιαστική μαρτυρία του ιερέως.

Μια μέρα η χήρα αναστατωμένη, του εξομολογήθηκε φοβισμένη ότι της φάνηκε πως είδε τον άνδρα της ζωντανό στη φραχτή της να τσαπίζει τον μικρό κήπο. Σκέφτηκε μήπως τρελάθηκε ή έβλεπε φαντασιώσεις, έτσι ήρθε στον παπά που γνώριζε γράμματα να της εξηγήσει.
Και ο παπάς που γνώριζε γράμματα της εξήγησε πως έως το σαρανταήμερο της κηδείας, το πνεύμα του πεθαμένου περιτριγυρίζει στους τόπους που αγαπούσε, γι αυτό να μην ανησυχεί, και μετά το σαρανταήμερο μνημόσυνο, η ψυχή του θα πήγαινε στον ουρανό με τους Αγγέλους.
Όταν όμως πέρασαν σαράντα μέρες αλλα και κάποιοι μήνες, η χήρα ξαναπήγε στον παπά περισσότερο φοβισμένη, γιατί της φάνηκε πάλιν πώς ξανάδε τον πεθαμένο άντρα της ζωντανό, πάλι να τσαπίζει.
Άρχισε τότες ο παπάς Αγιασμούς και ξόρκια πάνω σ τον τάφο, αλλά μάταια. Η χήρα ισχυριζόταν ότι οι επισκέψεις του νεκρού κατά καιρούς, συνέχιζαν.
Τα νέα γρήγορα μαθεύτηκαν και οι κάτοικοι πολύ αναστατώθηκαν, και τα παιδιά περισσότερο φοβηθήκαν. Οι κουβέντες των ανθρώπων έγιναν φοβισμένες και ο τρόμος έσκιασε τις σκέψεις τους. Ο ΠαπάΓιαννης καθώς ομολογεί, και αυτός τα είδε σκούρα γιατί κατάλαβε πως κάτι απόκοσμο συνέβαινε, κάτι πέραν από τους φυσικούς νόμους. Με ψυχραιμία όμως, σκέφτηκε πως έπρεπε να δράσει συναιτά. Πήγε στον Δεσπότη (εκείνο τον καιρό επίσκοπος ήταν ο Χαρίτων) που σίγουρα γνώριζε περισσότερα, και του είπε την ιστορία. Και ο Δεσπότης που ήξερε καλύτερα, του ορμήνεψε τι να κάμει.
Μαζί με τον νεκροθάφτη ξέθαψαν τον πεθαμένο, και όπως είχε προβλέψει ο Δεσπότης, βρήκαν το πτώμα ακέραιο χωρίς ίχνος αποσύνθεσης, σημάδι ότι το νεκρό σώμα ήταν Βρυκολακιασμένο, υποχείριο και υποταχτικό του Σατανά.
Έπρεπε να ξορκίσει το πτώμα και να κάμει αγιασμό για να φύγουν τα δαιμόνια. Να μπορέσει η ψυχή να ημερέψει, και το νεκρό σώμα να ξεκουραστεί και να λιώσει καθώς ορίζουν οι φυσικοί νόμοι.
Τα έκαμε όλα αυτά, και ξανασκέπασαν το μνήμα με χώμα, και έφυγαν ελπίζοντας να πέτυχε ο σκοπό τους.
Πέρασε λίγος καιρός, και η χήρα δεν ξανά παραπονέθηκε. Όλοι ησυχασμένοι πίστεψαν πως πέτυχε ο εξορκισμός, και ο πεθαμένος αναπαύτηκε επιτέλους.
Ώ, κακή μοίρα όμως ενός χωριανού, κάποια μέρα βρέθηκε νεκρός σε μια ρεματιά με ζωγραφισμένο ανείπωτο τρόμο στο πρόσωπο. Ήταν φανερό πως πέθανε από μεγάλο φόβο.
Το κακό όμως χειροτέρεψε, γιατί το ίδιο συνέβηκε ακόμα δυο φορές κατά τον επόμενο καιρό. Ήταν σε όλους φανερό πως τα ξόρκια και οι αγιασμοί του Παπαγιάννη δεν έκαναν καλή δουλειά. Ήταν ολοφάνερο πως ούτε ο θεός δεν έδινε ανάπαυση στον πεθαμένο από τα πολλά κακά που είχε κάμει όταν ήταν εν ζωή.
Και σκέφτηκε ο Παπάγιαννης, πως άλλη επιλογή δεν είχε, πως έπρεπε να κάμει κάτι φοβερό, όμως απαραίτητο, ώστε και πάλιν να επικρατήσουν οι φυσικοί νόμοι του Θεού και των ανθρώπων.
Φώναξε ξανά τον νεκροθάφτη, και μια σκοτεινή νύχτα τα μεσάνυχτα χωρίς ανθρώπου μάτι να τους βλέπει, ξανά έσκαψαν τον τάφο, και στο φως του καντηλεριού, αντίκρισαν τον νεκρό ελάχιστα λιωμένο, σχεδόν άθικτο.
Τον φόρτωσαν σε ένα μουλάρι και πήγαν μακριά, πολύ μακριά από το χωριό. Επήγαν σε ένα μέρος ερημικό πάνω σε απάτητα βουνά, και εκεί μάζεψαν πολλά ξύλα και άναψαν μια μεγάλη πυρά και κατέκαυσαν τον πεθαμένο. Και ύστερα κοπάνησαν τα απομεινάρια του, και τα έκαμαν στάχτη, και την ανέμισαν στους ανέμους. Δεν έμεινε ίχνος από το σώμα του, ώστε ήταν αδύνατο να συμμαζευτεί και να ξαναβρυκολακιάσει.

Από εκείνο τον καιρό όλα πήγαν καλά στο χωριό, και οι άνθρωποι ημέρεψαν και ξαναβρήκαν τον φυσιολογικό ρυθμό της ζωής τους.


ΕΠΑΦΕΣ ΤΡΙΤΟΥ ΒΑΘΜΟΥ

Ο Δημητρός ήταν σαράντα χρονών και ήταν  ο αλαφρός του χωριού. Έδειχνε χαμηλής νοημοσύνης και ανίκανος να σκεφτεί όπως οι άλλοι. Ήταν ένα αγαθό και άκακο ανθρωπάκι έρημο στο κόσμο χωρίς γονείς, που τον φιλοξενούσε σε μια κάμαρη μικρή δίπλα σε ένα στάβλο με χοίρους που μύριζαν άσχημα, ο μικρός του αδερφός.
Στο μικρό σπιτάκι πήγαινε μόνο για ύπνο, καθώς δεν άντεχε τη μπόχα των γουρουνιών. Τις άλλες ώρες σεργιάνιζε στην εξοχή και στα χωράφια όπου ανάπνεε καθαρό αέρα, καθώς μάζευε και αγριόχορτα  για τροφή των χοίρων, ή και για μαγείρεμα που τα πουλούσε με μικρό αντίτιμο στις χωριανές. Όλες οι νοικοκυρές που επιθυμούσαν χόρτα για το μαγειρειό τους, φώναζαν το Δημητρό , έτσι ο αγαθός έβγαζε το χαρτζιλίκι του χωρίς να επιβαρύνει τον αδελφό του που ήταν φτωχός βιοπαλαιστής.
Ολημερίς μέχρι το βούτημα λοιπόν, περιδιάβαινε την εξοχή και ώρες ατελείωτες κάτω από τον ίσκιο των δεντρών, ρέμβαζε την ομορφιά της φύσης. Ήξερε τον τόπο καλά, πολλές φορές τον  είχε περπατήσει σπιθαμή με σπιθαμή. Ήξερε τα καρπερά δένδρα, γνώριζε που υπήρχαν καλοτσάκιστα αγριοτρέμιθα, αγρέλια, και γλυκύτατα μόσφιλα. Ήξερε ακόμα όταν βαρούσε η ατμόσφαιρα, που να προφυλαχτεί από την βροχή και τον άγριο καιρό.  
Μια μέρα καλοκαιρινή ενώ αμέριμνος νωχελικά περπατούσε, ένιωσε τον καιρό να αλλάζει, και είδε τα σύννεφα στον ουρανό να τρέχουν γρήγορα από τα βάθη της θάλασσας και να μαυρίζουν τον ορίζοντα, να κρύβουν τον ήλιο. Γρήγορα η μέρα σκοτείνιασε, και έγινε γκριζωπή ίδια  σαν το μουντό μυαλό του. Δεν σκιάστηκε, ούτε φοβήθηκε, κατάλαβε όμως πως κάτι κακό θα έφερνε ο καιρός. Όπως γνώριζε τα καλά τερτίπια ρου καιρού, γνώριζε και τα κακά.
Στη στιγμή, άκουσε ψηλά πέρα από τα σύννεφα ένα βουητό που δυνάμωνε γοργά, και με ιλιγγιώδη ταχύτητα κατέβαινε στη γη. Κοίταξε πάνω, και ίσα πρόλαβε να παραμερίσει. Με βαρύ γδούπο, δίπλα που έστεκε, έπεσε ένα πράγμα που έμοιαζε ανθρώπινο σώμα. Ο ήχος από το σπάσιμο του κορμιού με την πρόσκρουση, του διαπέρασε τον εγκέφαλο και τον έκαμε να ανατριχιάσει. Ήταν ένα κουφός θόρυβος σάρκας και οστών που χτυπώντας πάνω στο μαλακό οργωμένο χώμα του χωραφιού, συνθλίβοντο και πολτοποιούντο.
Γύρισε το κεφάλι ψηλά να δει από πού ήρθε, μα δεν είδε μήτε αεροπλάνο, μήτε ελικόπτερο. Έβγαλε το συμπέρασμα ότι έπεσε από τον ουρανό. Έσκυψε σαστισμένος και είδε το σπασμένο πρόσωπο να συσπάται.
Ήταν ακόμα ζωντανός. Με κόπο άπλωσε το χέρι προς το Δημητρό. Ο τρελός χωρίς να φοβηθεί το κράτησε στο δικό του και μεμοιάς με το άγγιγμα και την επαφή, ένιωσε μια ενέργεια  να τον διαπερνά. Δεν κατάλαβε αν ήταν ηλεκτρική, παλμική, μαγνητική, η οποιαδήποτε άλλη. Ήταν μια θετική ενέργεια που του προκαλούσε ένα γλυκό μούδιασμα, που μεταδιδόταν στον οραγνισμό του κυλώντας μέσα στις φλέβες και διασκορπιζόταν στην καρδιά, στο μυαλό του και σε όλο το κορμί του. Έμεινε εκστατικός χωρίς να θέλει να τραβηχτεί μακριά, ήταν μια επαφή  γλυκειά και ηδονική.
Σε λίγο ένιωθε να επανέρχεται, ένιωθε διαφορετικός, κατάλαβε πως είχε μια επαφή τρίτου βαθμού, αλλόκοτη και απόκοσμη. Αισθανόταν άλλος άνθρωπος, ένιωθε ότι το πνεύμα, ο ψυχισμός και ολόκληρο το είναι του ανθρώπου που έπεσε από τον ουρανό, πέρασαν εντός του και έγιναν δικά του. Πριν πεθάνει, με το άγγιγμα των χεριών, του μετέδωσε και του χάρισε ότι πολύτιμο πνευματικό αγαθό είχε ως δικό του.
Τράβηξε το χέρι του και έκλεισε τα πεθαμένα πλέον μάτια του αγνώστου όντος. Έμεινε λίγο σκεφτικός, και μετά άρχισε να σκάβει με τα χέρια ένα τάφο πάνω στο μαλακό χώμα. Τον έθαψε μέσα, και κίνησε για το χωριό.
Είχε πλέον σουρουπώσει, και όλοι οι χωριανοί άρχισαν να μαζεύονται στο καφενείο. Τα ίδιο έκαμε και ο Δημητρός. Εκεί, οι χωριανοί γνώρισαν έναν άλλο άνθρωπο, έναν άλλο Δημητρό που είχε σώας τας φρένας, και άλλη συμπεριφορά.
Και όσο οι μέρες περνούσαν, γνώριζαν έναν άνθρωπο πολύ έξυπνο, ανώτερης νοημοσύνης και μορφώσεως, που όλα τα γνώριζε, που ήταν παντογνώστης. Πολύ έκπληκτοι, δεν ήξεραν τι να συμπεράνουν. Σχολίαζαν το θέμα επί καιρό, αλλα άκρη δεν έβγαζαν, λογική εξήγηση δεν μπορούσαν να συμπεράνουν.
Ο Δημητρος δεν είπε τίποτα σε κανέναν για ότι είχε συμβεί. Έκρινε με το έξυπνο πλέον μυαλό του, πως καλύτερα ήταν να μην γνώριζαν άλλοι το μυστικό. Ύστερα από λίγο καιρό έφυγε από το χωριό του. Μπήκε σε ένα αεροπλάνο και εγκατέλειψε τον τόπο του. Πήγε στην Αγγλία να βρει το ριζικό του.
Οι χωριανοί κατά καιρούς μάθαιναν τα νέα του από διάφορα έντυπα και εφημερίδες. Πρόκοψε και προόδευσε, έγινε μεγάλος επιστήμονας και σπουδαίος άνθρωπος, κέρδισε πολλά χρήματα, φήμη και κοινωνική θέση. Είχε το άγγιγμα του Μίδα έλεγαν, με ότι καταπιανόταν η επιτυχία ήταν προδιαγραμμένη. Κανείς δεν μπορούσε να δώσει μια λογική εξήγηση για πράγματα που πετύχαινε, για πράγματα ακατόρθωτα και ανεφαρμόσιμα, που αυτός όμως τα κατάφερνε. Ο έντυπος τύπος της χώρας κατ αρχάς, και αργότερα ο παγκόσμιος, ασχολείτο καθημερινά μαζί του, έγραφαν πως ήταν ένα φαινόμενο, και τον παρουσίαζαν ως τον απολυτό παντογνώστη, ως υπόδειγμα τελειότητας, εξυπνάδας και σύνεσης. Τα κατάφερνε στις επιστήμες, εξίσου καλά όμως τα κατάφερνε και στις επιχειρήσεις. Βοηθούσε πολλούς, συμβούλευε πολλούς, έδειχνε να έχει τα φόντα να γίνει ένας ηγέτης, ένας αποδεκτός από την κοινωνία άρχων.
Αποτελούσε ένα φαινόμενο της αγγλικής κοινωνίας που απασχόλησε επίσης τις μυστικές δυνάμεις.
Έναν καιρό αργότερα, στο μικρό του χωριό τη Χ΄’ωρακα μια ομάδα Εγγλέζων επιστημόνων που τους συνόδευε ένας εισαγγελέας της Κυβέρνησης, και επίσημα άρχισαν να κάνουν ανακρίσεις και να ρωτούν για τον Δημητρό. Ήθελαν να μάθουν για την απότομη μεταμόρφωση του, πως συνέβηκε, και αν προηγουμένως ήταν πραγματικά και όχι προσποιητά ένας αγαθός άνθρωπος. Έστησαν ένα καταυλισμό με τσαντίρια στον κάμπο και άρχισαν να σκάβουν σπιθαμή προς σπιθαμή όλα τα χωράφια.
Και όαταν τελειωσαν ότι είχαν, υστερα από μέρες αθόρυβα και ήσυχα, έφυγαν και δεν ξαναφάνηκαν. Κάποιος είπε ότι τους είδε να μαζεύουν από ένα ξέβαθο λάκκο  ανθρώπινα οστά και να τα τοποθετούν σε νάιλον σακούλες. Κάποιος άλλος είπε ότι είδε ανάμεσα τους τον Δημητρό, αλλά όχι αυτόν που γνώριζαν, αλλά ένα γερασμένο, καταπονημένο, άρρωστο ανθρωπάκι, με βλέμμα απλανές και χασκιασμένο...
Μα τι είχε συμβεί...; Κάποιοι είπαν ότι οι μυστικές αγγλικές υπηρεσίες ανακάλυψαν το μυστικό του όταν ο Δημητρός για κακή του τύχη αγάπησε μια Αγγλίδα που την εμπιστεύτηκε και της φανέρωσε το μυστικό του. Όμως, ήταν μια ψυχρόαιμη Εγγλέζα που εργαζόταν σε μια Κυβερνητική υπηρεσία που έκανε μυστικές έρευνες για εξωγήινους, και την οποία πληροφόρησε για τις άγνωστες του δυνάμεις. Ερευνώντας και διαπιστώνοντας τις μοναδικές γνώσεις που είχε μόνο αυτός και κανένας άλλος, οι μυστικές υπηρεσίες τον απήγαγαν, οι επιστήμονες δούλεψαν πάνω του, έκαμαν έρευνες και πειράματα, του έδωσαν ψυχοφάρμακα και τον ανέκριναν εξαντλητικά.

Κατάλαβαν ότι ο Δημητρός είχε έρθει σε επαφή τρίτου βαθμού με εξωγήινο πλάσμα.


Ο ΜΥΘΟΣ ΤΗΣ ΧΡΥΣΗΣ ΣΠΗΛΙΑΣ

Ένα καλοκαιρινό δείλη όταν ο ήλιος έδυε στον κοντινό ορίζοντα της θάλασσας της Χλώρακας, ενώ ο γέρο Αζίνας επέστρεφε από το καφενείο στο σπίτι του, είδε μια μεγάλη λάμψη ολόλαμπρη, να βγαίνει και να φωτίζει άπλετα το σύθαμπο του δειλινού, από ένα βαθούλωμα της γης στην τοποθεσία «Κλούνοι», κάτω από το δυτικό οροπέδιο που πάνω ήταν κτισμένο το χωριό της Χλώρακας.
Ήταν μια απίστευτα έκθαμβη λάμψη που θάμπωνε τα μάτια του και έφεγγε όπως τον ήλιο του μεσημεριού μέσα στο σύθαμπο του σκοταδιού που σιγά απλωνόταν, την ώρα που βουτούσε μέσα στη θάλασσα πέρα στον βαθύ ορίζοντα.
Ένιωσε μια εσωτερική έλξη να πηγάζει από εντός του και άγνωστες δυνάμεις παρορμητικά να τον οδηγούν προς το μέρος εκείνο, ενώ μια κατήφεια του παρέλυσε τη σκέψη χωρίς τίποτε άλλο να μπορεί να σκεφτεί. Έσυρε το βήμα του με βία, και σχεδόν τρέχοντας να προλάβει το κάλεμα της πύρινης φωτιάς σκουντουφλώντας σε πέτρες και άγριες σχοινιές που βλάσταιναν παντού, έφτασε στους Κλούνους και στάθηκε στην άκρια του γκρεμνού που από κάτω απλωνόταν κατάφυτη πυκνή άγρια βλάστηση, και από μέσα έβγαινε η μεγάλη έκθαμβη λάμψη. Μια χρυσή φωτιά, μια όμορφη και μαγευτική λάμψη που σαν μαγνήτης οδήγησε τα βήματα του εκεί.
Ήταν το αντανάκλεμα του ήλιου που έγερνε να δυσει, πάνω στο χρυσάφι που ήταν στιβαγμένο μέσα σε μια σπηλία, είπαν αργότερα οι άνθρωποι.
Κυριευμένος από άγνωστες ερινύες που τον καλούσαν, ήταν έτοιμος να δρασκελίσει τον γκρεμνό και να βουτήξει στο άπλετο φώς που διαχεόταν πανέμορφο στην ατμόσφαιρα, και να λουστεί στο χρυσαφένιο χάδι του φωτός, και μέσα εκεί, παντοτινά να μείνει.
Και ώ το θαύμα, όταν γερμένος έτοιμος μέσα στο κγρεμμό να γείρει να πέσει, δια μιας το φως έσβησε και χάθηκε το ίδιο απότομα όπως είχε εμφανιστεί. Και ξυπνώντας από το λήθαργο, μονομιάς τραβήχτηκε πίσω γλυτώνοντας την τελευταία στιγμή να πέσει να σκοτωθεί.
Έντρομος κούνησε το κεφάλι πέρα δώθε καταλαβαίνοντας τί παρ ολίγο να έιχε κάμει, και με τα πόδια του να λυγίζουν από φόβο, γονάτισε και εκστατικός δόξασε το θεό που γλύτωσε.
Έμεινε κάτω στη γη πολλή ώρα ώσπου να συνέλθει, και προσπαθώντας να καταλάβει τι ακριβώς είχε συμβεί. Ο νους του πήγε σε συναφορές άλλων παλαιότερων γερόντων από αυτόν, που έλεγαν για το σπήλαιο της Αγίας Μαρίνας. Για ένα θεόρατο κτίριο γεμάτο χρυσάφι από τάματα στην θαυματουργή Αγία που είχαν κτίσει σαν εκκλησάκι της εκεί πιστοί Χριστιανοί, αλλά που θάφτηκε και χάθηκε μέσα στη γη κατά τον μεγάλο σεισμό του 1443. Και από τότες λένε οι άνθρωποι, στην περιοχή εκεί, στο τρίγωνο ανάμεσα της εκκλησιάς του Αγίου Στεφάνου της Λέμπας και της εκκλησιάς του Μιχαήλ Αρχάγγελου στη Χλώρακα, υπάρχει η σπηλιά αυτή μέσα στη γη, γεμάτη χρυσάφι αμύθητης  αξίας.
Και λέει η τοπική παράδοση, πως το χρυσάφι η Αγία Μαρίνα το έχει ταγμένο να χρησιμοποιηθεί σε χρόνια και καιρούς όταν θα έρθει η ώρα για το λευτέρωμα της Πόλης. Και όταν βρεθεί λένε, για να ξοδευτεί θα χρειαστεί αιώνες. Ακόμα κάποιοι λένε πώς το στόμιο της σπηλιάς ανοίγει μια φορά κάθε εφτά χρόνια και παραμένει ανοιχτό μόνο στιγμές και αμέσως ξανακλείνει. Και ο πρώτος που θα  προλάβει να μπει μέσα και να αντικρύσει το εσωτερικό της σπηλιάς, θα προλάβει να δει τα πλούτη, μα δεν θα το πει πουθενά, γιατί θα πεθάνει στη στιγμή. Είναι μια κατάρα που υπάρχει ώστε να προστατευτούν τα αμύθητα πλούτη στον αιώνα τον άπαντα, έως το πλήρωμα του χρόνου καθώς έτσι έταξε ο ίδιος ο Θεός.
Κάποιοι γέροντες ισχυρίζονται πως το χρυσό σπήλαιο δεν είναι γεμάτο με θησαυρούς της Αγίας Μαρίνας, αλλά μέσα ευρίσκεται η χρυσή άμαξα της Ρήγαινας των Παλαιοκάστρων που κυβερνούσε την Πάφο τα παλαιότερα χρόνια όπου Σαρακηνοί πειρατές κατέπλεαν στις ακτές για πλιάτσικο, την οποία οι κάτοικοι έκρυψαν για να μην την αρπάξουν λάφυρο οι οχτροί.
Ήταν μια χρονική περίοδος που οι κάτοικοι για να γλυτώνουν τις περιουσίες τους και τις ζωές τους από επιδρομείς, έκτιζαν τις καλύβες τους σε υψώματα και κατόπτευαν τη θάλασσα ώστε όταν έβλεπαν στα βάθη της να πλέουν πειρατές, έκρυβαν τα υπάρχοντα τους σε κρυψώνες και σπηλιές που είχαν έτοιμες γι αυτές τις περιπτώσεις.
Λίγο χαμηλότερα  από τους γκρεμμούς των Κλούνων κοντά στη θάλασσα, ήταν μια στράτα που οδηγούσε στα λουτρά της Αφροδίτης, που όπως λέει ο τοπικός μύθος την διάβαινε με τη χρυσή της άμαξα η Ρήγαινα καθώς και στα αρχαιότερα χρόνια η Θεά Αφροδίτη πηγαίνοντας στην Πόλη της Χρυσοχούς όπου λούζονταν στα ξακουστά ιαματικά λουτρά που βρίσκονται εκεί. Όταν μια μέρα η Ρήγαινα θεά Αφροδίτη περνούσε στη στράτα, φάνηκαν από τα πελάγη οι πειρατές να πλέουν προς τη ακτή της Χλώρακας, οπότε η βασίλισσα πρόσταξε τους χωρικούς να κρύψουν τη χρυσή αμαξά της για να μην την αρπάξουν οι Σαρακηνοί.
Την άμαξα την έκρυψαν σε μια σπηλιά και γλύτωσε, και ποτέ δεν ξαναβρέθηκε. Για αιώνες η φήμη αυτή κυκλοφορούσε στους ανθρώπους, και πολλοί πάσκισαν να την βρουν, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Ακόμα μέχρι πρόσφατα στα τέλη του περασμένου αιώνα, κάποιοι Αρχαιολόγοι και κυνηγοί θησαυρών από τη Γερμανία, ήρθαν με σύγχρονα μηχανήματα και έψαξαν, αλλά χωρίς αποτέλεσμα.


Και έμεινε η ιστορία να διαδίδεται σαν θρύλος και όμορφο παραμύθι που λένε στα παιδιά.

Ο ΟΘΩΝΗΣ ΚΑΙ Η ΧΡΥΣΗ ΣΠΗΛΙΑ

Ο Οθωνής της Ελεγγούς είχε γυρισμένα τα ποϊνάρκα του παντελονιού ως τα γόνατα και με τα πόδια ξυπόλυτα πατημένα μέσα στις λάσπες και κρατώντας σφικτά τη τσάπα, γύριζε τις δισιές. Το νερό κυλούσε στα αυλάκια και πότιζε τα κατεβατά με τα κόκκινα παντζάρια που βλάσταιναν σπαρμένα στο μεγάλο χωράφι. Στο κεφάλι φορούσε ένα παλιό ψάθινο καπέλο που του έκοβε τον ήλιο και τον προστάτευε από τις κοφτερές αχτίνες, ενώ στο λαιμό είχε δεμένο ένα μαντήλι που κάθε λίγο το βουτούσε και το έβρεχε για να τον δροσίζει.
Η κάψα του καλοκαιριού έσμιγε με το νοτιά της αλμύρας που έβγαινε από τη θάλασσα δημιουργώντας μια αφόρητη υγρασία που θόλωνε την ατμόσφαιρα και δημιουργούσε ένα αραιό πούσι.
Ετυχώς, σκέφτηκε, ο ήλιος που έγερνε να δύσει κάνοντας τη θάλασσα να λαμπιρίζει και να γυαλίζει, θα επαιρνε μαζι του όλη την αφόρητη κάψα εκείνης της μέρας, αφήνοντας τόπο στη νυχτερινή δροσιά να την αντικαταστήσει…
Τέλειωσε το πότισμα και ξέζεψε το γαϊδούρι από το αλακάτι. Του έβαλε την μουτταρκά και το σειήνιασε στον όχτο του χωραφιού με τον κιτρινισμένο φαρρά από κουτσούλλες κριθαριού. Αποφάσισε να αφήσει το ζώο να βοσκήσει, και αυτός θα επέστρεφε στο χωριό περπατητός. Τέτοιες ώρες τις απολάμβανε και τις ευχαριστιόταν, όταν έγερνε ο ήλιος να δύσει και αυτός έπαιρνε το δρόμο του γυρισμού.
Εκείνη τη μέρα λοξοδρόμησε, πήρε το παραλιακό μονοπάτι που οδηγούσε στο Κοτσιά, ένα κόλπο που εκεί ξέβραζε η θάλασσα μεγάλες σανίδες ή βαρέλια, και ότι άλλο πετούσαν στη θάλασσα τα πλοία που περνούσαν. Το συνήθιζε αυτό το δρομολόγιο, γιατί μετά από κάθε τρικύμία, τα κύματα ξέβραζαν λαττάδες (μεγάλες σανίδες) που ήταν πολύ χρήσιμες εκείνους τους δύσκολους φτωχικούς καιρούς.
Δεν βρήκε τίποτα, και πριν ο ήλιος τελείως γύρει, βιαστικά ξεκίνησε για το χωριό, πριν τον προλάβει το σκοτάδι.
Διασχίζοντας τα σπαρμένα χωράφια, έβαλε σημάδι να βγεί στους Κλούνους, μια καταπράσινη κοιλάδα από άγρια βλάστηση που απλώνόταν κάτω από ένα ψηλό γκρεμμό, και όπου λίγο πιο πέρα ήταν το σπίτι του. Ήταν στο έμπα του χωριού, και στα σύνορα με το Τούρκικο χωριό της Λέμπας, δίπλα στο μικρό εκκλησάκι της Αγιάς Μαρίνας.
Τα θάμνα και τα βάτα βλάσταιναν τόσο πυκνά, που άνθρωπος δεν μπορούσε να περάσει ανάμεσα τους. Ήταν μια περιοχή περίσσιας ομορφιάς γεμάτη από φυσική άγρια βλάστηση, αλλά γεμάτη φίδια και αλεπούδες.
Όταν κόντεψε εκεί, ο Οθωνής είδε ένα μεγάλο φώς να βγαίνει μέσα από την πυκνή βλάστηση, και να φέγγει περισσότερο την ημέρα που σκοτείνιαζε καθώς ο ήλιος έγερνε να δύσει. Γεμάτος περιέργεια προχώρησε και άνοιξε δρόμο με το ραβδί του ανάμεσα στα πυκνά βάτα. Με πολλή δυσκολία κατάφερε να πάει κοντά, και έκπληκτος είδε το εκτυφλωτικό φως να βγαίνει από το στόμιο μιας σπηλιάς. Μπήκε μέσα, και είδε πως το φως ήταν η αντανάκλαση του ήλιου που δύοντας έριχνε τις ακτίνες του σε ένα μεγάλο σωρό από χρυσάφι. 
Μονομιάς κατάλαβε. Ήταν η χρυσή σπηλιά της Αγιάς Μαρίνας. Ήταν τα αμύθητα πλούτη για τα οποία έλεγαν οι τοπικοί θρύλοι. Το ξάφνιασμα του ήταν μεγάλο, και εμβρόντητος κοίταζε χωρίς να είναι σίγουρος αν όσα έβλεπε ήταν πραγματικά, ή αν ήταν της φαντασίας του που κάλπαζε επηρεασμένη από όσα είχε ακούσει για τη χρυσή σπηλιά.
Όμως, ήταν αλήθεια, και αυτό το κατάλαβε όταν δυστηχώς πλέον ήταν αργά. Ένιωσε μια ζαλάδα, και το νου του να γυρίζει. Το στομάχι του ανακατώθηκε, και τα μέλη του κορμιού του άρχισαν να παραλύουν.
Με φόβο κατάλαβε πως τον έζωνε μια θανατερή αύρα, που ήταν διάχυτη μέσα στη σπηλιά. Ένιωσε να αναριγά και να αρρωσταίνει, και να πεθαίνει. Είχε αναπνεύσει τον πεθαμένο αέρα, τώρα, θα πέθαινε κι αυτός, καθώς ο θρύλος έλεγε για την κατάρα του σπηλαίου της Αγιάς Μαρίνας.
Με δυσκολία έσυρε τα βήματα του και βγήκε έξω στον καθαρό αέρα. Με περισσότερη δυσκολία καθώς όσο περνούσε η ώρα και περισσότερο το κορμί του δηλητηριαζόταν, κατάφερε σιγά-σιγά να φτάσει στο σπίτι του.
Έπεσε στο κρεβάτι χλωμός και πολύ άρρωστος. Το δέρμα του έσπασε και άνοιξε. Έγινε όλο του το κορμί μια ανοιχτή κίτρινη πληγή. Η γυναίκα του η Ελεγγού και οι συγγενείς του έφεραν τον μοναδικό γιατρό της περιοχής τον Χρίστο Κουφό, αλλά τίποτα δεν μπόρεσε να κάμει. Αφού τον εξέτασε καλά, αποφάνθηκε πως γρήγορα θα πέθαινε, γιατί στο κορμί του μέσα δεν είχε απομείνει καθόλου αίμα.

Άντεξε μόνο τρεις ημέρες. Το κορμί του κιτρίνισε, το δέρμα του έλιωσε, και πέθανε μέσα σε ένα παραμιλητό που κανείς δεν μπόρεσε να καταλάβει τι έλεγε, έτσι κανείς δεν έμαθε πως βρήκε τη χρυσή σπηλιά, όμως ολονών ο νους, αυτό ακριβώς κατάλαβε.